«Από την Αθήνα; Για δουλειές;» μάς ρώτησε – για να πει κάτι – ο πατρινός ταξιτζής. «Από την Κίνα ερχόμαστε…» τού απάντησα τελείως σοβαρά. «Από την Κίνα; Ελληνες δεν είστε;» απόρησε. «Αχ κύριέ μου…» πήρα ύφος σπαρακτικό. «Είμαστε απόγονοι εκείνων των Σμυρνιών που μετά την Καταστροφή, το 1922, περιπλανήθηκαν μέχρι τα πέρατα της οικουμένης. Διέσχισαν μεταμφιεσμένοι την Περσία, την Ινδία… Βρήκανε τελικά απάγκιο στα περίχωρα της Σαγκάης, σε μία παραγκούπολη. Εκεί ψευτορίζωσαν οι παππούδες μας. Κάτω απ’ την μπότα πρώτα του κινέζου αυτοκράτορα, έπειτα του Μάο Τσε Τουνγκ, διατηρήσαμε την πίστη μας, τη γλώσσα μας, τα ήθη και τα έθιμα μας! Εφτασε κάποτε λαθραία στον συνοικισμό μας μια κασέτα με τραγούδια τού Στέλιου. Φθαρμένη, ετοιμόρροπη. Την πιάναμε με τσιμπιδάκια για να μη διαλυθεί. Τη φυλάξαμε σε ένα πηγάδι, μαζί με το εικονοστάσι – την παίζαμε μόνο κάθε Χριστούγεννα. Ακούγαμε το “Υπάρχω” και κάναμε τον σταυρό μας…». Ο ταξιτζής γύρισε και μας κοίταξε έκπληκτος και συγκινημένος. Εγώ είχα κυριολεκτικά βουρκώσει.
«Καλά δεν ντρέπεσαι να τον δουλεύεις τον άνθρωπο ψιλό γαζί;». «Μα δεν τον δούλευα! Ενα ωραίο παραμύθι τού έλεγα. Αμα δεν φτάναμε στον προορισμό μας, θα συνέχιζα, είχα πάρει φόρα. Θα του ιστορούσα πώς κάποιοι από εμάς, τους Μικρασιάτες – Απωανατολίτες, επιστρατεύθηκαν με το στανιό και πολέμησαν στην Κορέα, το 1952, μαζί με τους κομμουνιστές. Και πώς ένα μας παλικάρι αυτομόλησε, παραδόθηκε στο ελληνικό τάγμα και επέστρεψε παρασημοφορημένο στον Πειραιά. Εκεί, στην Τρούμπα, τον μαχαίρωσαν δυστυχώς κάτι αμερικάνοι ναύτες του Εκτου Στόλου – καβγάς για τα ωραία μάτια κάποιας πόρνης…».
«Σταμάτα! Φτάνει! Ηθελα να ‘ξερα πού τα σκαρφίζεσαι όλα αυτά! Εσύ είσαι το πηγάδι τελικά. Μες στα νερά σου επιπλέουν φύρδην μίγδην τα πάντα. Με μια γλώσσα – κουτάλα ανακατεύεις κι ανασύρεις Καζαντζίδηδες και κομισάριους και τους σερβίρεις στους ανυποψίαστους. Τόση χαρά σού δίνει αυτό; Ειλικρινά αναρωτιέμαι για ποιον λόγο…».
Τι να της απαντούσα; Από παιδί θαύμαζα εκείνους που η καθημερινότητά τους – όσο ηλιόλουστη, όσο ειδυλλιακή κι αν ήταν – δεν τους έφτανε. Εκείνους που ραντίζανε τα πάντα με ονειρόσκονη.
Τον περιπτερά στην οδό Πατησίων που μας είχε αποκαλύψει, ενώ ψωνίζαμε Μίκι Μάους, πως ήταν στην πραγματικότητα μυστικός πράκτωρ της ΝΑSΑ κι ότι η κεραία που εξείχε από το κιόσκι του έπιανε σήματα από εξωγήινους πολιτισμούς. Την εξαδέλφη μου που εκπαίδευε – υποτίθεται – ταχυδρομικά σπουργίτια, τα καλοτάιζε στο μπαλκόνι της, τους ψιθύριζε μυστικά και τα έστελνε από το Χαλάνδρι στην Κοπεγχάγη, στο αγόρι που είχε ερωτευτεί δυο καλοκαίρια πριν. Τον Θανάση Βέγγο σε εκείνη την ταινία – σε δικό του σενάριο – που αποφασίζει να μεταναστεύσει στην Αμερική πάνω σε μια σχεδία, παίρνει μαζί του και μια κατσικούλα για να μην του λείψει, διαπλέοντας τον Ατλαντικό, το φρέσκο γάλα…
Η ζωή δεν αρκεί. Οι πιο πολλοί – φευ – άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν. Νομίζουν ότι άμα θέτεις στόχους και τους φτάνεις, άμα βγάζεις λεφτά, αποκτάς παιδιά, αγοράζεις σπίτια κι αυτοκίνητα, περικυκλώνεις την ευτυχία. Τη χρόνια δυσθυμία τους, το ανικανοποίητο που τους κατατρώει το αποδίδουν στις αντικειμενικές αποτυχίες τους. «Μού αξίζει» λένε στον εαυτό τους «κάτι καλύτερο! Ενα γεμάτο πορτοφόλι, ένα απολαυστικό κρεββάτι – έστω και “παράνομο” -, περισσότερα ρούχα στην ντουλάπα μου, περισσότερες ψήφοι στις εκλογές…».
Οι πιο αγνοί, εκείνοι που η ευγένεια της ψυχής τους υπερβαίνει τα στενά τους συμφέροντα, ασπάζονται κάποιο κοινωνικό όραμα. Δίνουν αγώνες για την ανατροπή των αδικιών, πέφτουν ενίοτε ηρωικά στις επάλξεις.
Τους αξίζει κάθε τιμή. Δεν τους περνάει, φευ, απ’ το μυαλό – ή το αρνούνται πεισματάρικα – πως ο κόσμος είναι εκ κατασκευής άστοργος, χαοτικός, ατιθάσευτος. Σισύφεια η προσπάθεια του ανθρώπου να τον βάλει σε τάξη. Η συμφορά παραμονεύει πάντα στη στροφή του δρόμου. Μοναδικά μας όπλα ο έρωτας και το γέλιο. Οι ιστορίες που πλάθουμε και που μέσα τους θάλλουμε, πασπαλίζοντας με ονειρόσκονη το παράλογο της ύπαρξης.
Κι εκείνοι που δεν έχουν στις αποσκευές τους ονειρόσκονη; Είναι από χέρι χαμένοι;
Βρέθηκε – λένε – γύρω στο 430 π.Χ. στην Αλικαρνασσό ένας φιλομαθής και φιλόδοξος νέος από την Αθήνα. Στην αγορά αντίκρισε πλήθος συγκεντρωμένο. Κάποιος μεσήλικος διηγούνταν σαγηνευτικά, τους είχε όλους συναρπάσει μιλώντας τους για ηρωικά κατορθώματα και για παράδοξες συνήθειες εξωτικών λαών. «Εγώ δεν έχω τέτοια φαντασία…» ζήλεψε ο νέος. «Δεν ξέρω να αρωματίζω την πραγματικότητα, να την κάνω πιό ελκυστική από το ελκυστικότερο παραμύθι… Μα λαχταρώ ο λόγος μου να ακουστεί και να μείνει… Θα κάνω την αδυναμία μου δύναμη!» αποφάσισε. «Θα παρουσιάζω τα γεγονότα εντελώς αφτιασίδωτα, τις σχέσεις των ανθρώπων και των κρατών ως ακριβώς έχουν, κυβερνώμενες από το συμφέρον. Δεν θα ψυχαγωγώ. Θα διδάσκω».
Ο μεσήλιξ λεγόταν Ηρόδοτος – οι ιστορίες του δυόμισι χιλιάδες χρόνια τώρα δεν έχουν χάσει τον μαγνητισμό τους, μαγεύεσαι διαβάζοντάς τον. Ο νέος ήταν ο Θουκυδίδης. Ο πατέρας της ιστορικής επιστήμης.