Την περασμένη Παρασκευή κατέρρευσε η γέφυρα της Καβάλας εγκλωβίζοντας δύο οχήματα και ένα γερανοφόρο όχημα, χωρίς ευτυχώς να υπάρξουν θύματα. Πριν από περίπου έναν χρόνο έπεσε η γέφυρα του Ιάσμου στη Ροδόπη. Την ίδια ώρα, η γέφυρα του ποταμού Νέστου εκπέμπει σήμα κινδύνου εξαιτίας προβλημάτων στατικότητας, ενώ τον περασμένο μήνα εργαζόμενοι στις μεταφορές προχώρησαν σε κατάληψη της αερογέφυρας που συνδέει το λιμάνι της Θεσσαλονίκης με το Καλοχώρι, την ΠΑΘΕ και την Εγνατία Οδό διαμαρτυρόμενοι για την κατάσταση του οδοστρώματος.
Ολες αυτές οι περιπτώσεις που εγκυμονούν κινδύνους και τρομάζουν όσους διέρχονται από τις προαναφερόμενες γέφυρες, δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου στο πρόβλημα που υπάρχει εδώ και χρόνια. Και αυτό επειδή ουδείς γνωρίζει πόσο ασφαλείς είναι οι γέφυρες στην Ελλάδα και κάθε πόσο ελέγχονται για την καταλληλότητά τους.
ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥΣ. Σύμφωνα με ειδικούς, οι γέφυρες που χτίστηκαν το ’50 έως το ’80 στο παλιό εθνικό και επαρχιακό δίκτυο είναι αφημένες στην τύχη τους! «Τα προβλήματα τώρα θα φανούν. Δυνητικά η κατάσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εκρηκτική» λέει μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ) Θεοδόσης Τάσιος. «Ενδέχεται – κούφια η ώρα που το λέω – από εδώ και πέρα να δούμε πολλά τέτοια φαινόμενα από προβλήματα αστοχίας λόγω γήρανσης των έργων!». Η κατάρρευση της γέφυρας της Γένοβας, που κόστισε τη ζωή σε 43 ανθρώπους και άφησε πίσω της δεκάδες τραυματίες, δείχνει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Στην Ελλάδα όμως κατά τους ειδικούς, το πρόβλημα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας «φάκελος για τον ασθενή».
«Οι γέφυρες στην Ελλάδα ηλικιακά βρίσκονται στα “γεράματά” τους και δεν έχει γίνει κανένα συστηματικό τσεκάπ ή λίφτινγκ. Το πραγματικό και κοινωνικό κόστος του γεγονότος αυτού είναι τεράστιο» υποστηρίζει ο δρ πολιτικός μηχανικός, πρόεδρος – διευθύνων σύμβουλος της ΓΕΦΥΡΑ ΑΕ και διευθύνων σύμβουλος της Ολυμπία Οδός ΑΕ Παναγιώτης Παπανικόλας.
ΤΟ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ. Σύμφωνα με τον ίδιο, τα συνήθη προβλήματα που συναντώνται στα ελληνικά γεφύρια του ’60 είναι: κακής ποιότητας σκυρόδεμα με μικρή ποσότητα τσιμέντου. Μικρή ή ανύπαρκτη επικάλυψη σκυροδέματος με αποτέλεσμα τη διάβρωση του σιδηροπλισμού και την αστοχία του φέροντος οργανισμού. Ελλειψη μόνωσης μεταξύ της πλάκας του σκυροδέματος και του ασφαλτικού τάπητα αλλά και κακή τοποθέτηση αρμών και εφεδράνων.
Οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν ότι οι γέφυρες που χτίστηκαν τα τελευταία χρόνια στους σύγχρονους αυτοκινητόδρομους είναι ίσως οι μόνες που υπόκεινται σε συστηματικούς ελέγχους. Για τις υπόλοιπες γέφυρες, οι ευθύνες συνήθως γίνονται μπαλάκι μεταξύ της περιφέρειας και των δήμων, κάτι που βλέπουμε και στην περίπτωση της κατάρρευσης της γέφυρας στην Καβάλα.
«Για τη μακροχρόνια ασφαλή χρήση των γεφυρών πρέπει να αξιοποιήσουμε την προηγμένη επιστημονική γνώση. Η αξιοποίηση θα έχει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα μόνο αν ακολουθήσει συστηματικά – και όχι αποσπασματικά – μια δέσμη κατάλληλων ενεργειών και μέτρων υπό την αιγίδα μιας Εθνικής Αρχής Γεφυρών. Αυτό θα έλυνε μια σειρά από θέματα, όπως για παράδειγμα η καταγραφή των υφιστάμενων γεφυρών, και η σύνταξη προδιαγραφών επεμβάσεων» επισημαίνει ο πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος Γεφυροποιών (IABSE) Ιωάννης Σιγάλας.
Στο μεταξύ, λόγω έλλειψης χρημάτων η γκρίνια μεγαλώνει. Σύμφωνα με τον αντιπεριφερειάρχη Δράμας Αργύρη Πατακάκη, εδώ και πολύ καιρό (πάνω από έναν χρόνο) οι τεχνικές υπηρεσίες διαπίστωσαν ότι υπάρχει πρόβλημα στατικότητας στη γέφυρα του ποταμού Νέστου. «Ενημερώσαμε την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης», αλλά μέχρι στιγμής δεν έγινε τίποτα. Γι’ αυτό κι εμείς απευθυνθήκαμε στην υφυπουργό Μακεδονίας – Θράκης Κατερίνα Νοτοπούλου αλλά και στο Υποδομών» συμπληρώνει.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα: ποια γέφυρα κινδυνεύει περισσότερο; «Είναι σαν να ρωτάς γιατρό ποιο νοσοκομείο είναι πιο επικίνδυνο» αναφέρει ο Θεοδόσης Τάσιος. «Γι’ αυτό λέμε ότι πρέπει να υπάρχει ενεργό Αρχείο Γεφυρών, για να εντοπίζουμε ποιες γέφυρες έχουν πρόβλημα».
Στην έλλειψη κατασκευαστικών σχεδίων για τις γέφυρες, που δεν επιτρέπει την ανίχνευση των αφανών σημείων τους, στέκεται ιδιαίτερα ο δρ πολιτικός μηχανικός Σταμάτης Σταθόπουλος, ενώ ο μελετητής γεφυρών Βασίλης Κόλιας υποστηρίζει πως το μητρώο των γεφυρών είναι το βασικό εργαλείο για να παρακολουθείται η κατάστασή τους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή αντισεισμικών κατασκευών στο ΕΜΠ Παναγιώτη Καρύδη, «πρέπει να γίνονται επιθεωρήσεις έπειτα από κάθε ακραίο γεγονός όπως είναι ένας σεισμός ή μια έντονη βροχόπτωση, επειδή μπορεί να επιβαρύνει την ασφάλεια μιας κατασκευής.
Επιπλέον, όπως λέει, εφόσον ξεκινήσει η διάβρωση, αναπτύσσεται υπό μορφήν γεωμετρικής προόδου. Για παράδειγμα, η διάβρωση ενός δομικού στοιχείου που παρατηρείται στην τελευταία τριετία σε ένα έργο ηλικίας 50 ετών, μπορεί να είναι ίση με τη διάβρωση που αναπτύχθηκε τα πρώτα 30 χρόνια από την κατασκευή του έργου. «Αυτός είναι ο λόγος που οι συντηρήσεις θα πρέπει να γίνονται συχνότερα όσο τα έργα γερνούν» συμπληρώνει.
Σήμερα, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών Ελλάδας δρα Βασίλη Μπαρδάκη, «το κόστος συντήρησης και αβάθμισης των γεφυρών μπορεί να είναι χαμηλό και διαχειρίσιμο, επειδή έχουμε τα εργαλεία, τις μεθόδους, τις τεχνικές, τις γνώσεις, τους κανονισμούς, τις τεχνολογίες και τα υλικά για να προλάβουμε κάμποσες καταστροφές».
Ελλιπής συντήρηση υποδομών και στην ΕΕ
Την ίδια ώρα, στη Γερμανία, ενώ μόλις το 12,5% των γεφυρών θεωρείται σε κακή κατάσταση, επίσης μόνο το 12,5% κρίνεται ότι ανταποκρίνεται στις σύγχρονες απαιτήσεις. «Οι υπόλοιπες είναι σαφές ότι δεν σχεδιάστηκαν για τα σημερινά φορτία», συμπληρώνει. «Και στην Ιταλία εκτιμούν ότι περίπου 300 γέφυρες αντιμετωπίζουν κίνδυνο αστοχίας!».
«Κανένας στη χώρα μας δεν μπορεί να απαντήσει σήμερα στο ερώτημα πόσες γέφυρες πρέπει να ελέγξουμε ή να συντηρήσουμε στα επόμενα 10 χρόνια ή πόσα χρήματα χρειαζόμαστε για συντήρηση έργων οδοποιίας την επόμενη πενταετία», επισημαίνει μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) Γιώργος Στασινός. «Ως λύση προτείνω τη δημιουργία ηλεκτρονικού συστήματος – «ταυτότητας» για όλα τα έργα υποδομής. Κι αν οι υπάλληλοι της δημόσιας διοίκησης δεν επαρκούν θα πρέπει να στελεχώσουμε τις αρμόδιες υπηρεσίες, ενώ μπορούμε ακόμη να εξετάσουμε ένα σχήμα ελέγχων με πιστοποιημένους έμπειρους μηχανικούς που θα πλαισιώνουν τις δημόσιες υπηρεσίες στους ελέγχους».
Πηγές από το υπουργείο Υποδομών υποστηρίζουν ότι βρίσκεται στην τελική φάση η σύνταξη του νομοσχεδίου για τη θεσμοθέτηση του Κεντρικού Μητρώου Υποδομών. Οπως εξηγούν από το υπουργείο, με τον τρόπο αυτό, θα γνωρίζουν όλοι πότε έγινε συντήρηση, πότε πρέπει να γίνει, από ποιους και ποιος έχει την ευθύνη λειτουργίας.