Στην οδό Ορτυνέων, έναν ανηφορικό δρόμο στον λόφο του Αστεροσκοπείου, και στον αριθμό 13, η γκρίζα κλειστή πόρτα δεν επιτρέπει στον ανυποψίαστο διαβάτη να σκεφτεί ότι στο διώροφο σπίτι, σχεδόν πανομοιότυπο με τα γειτονικά, οι «κάτοικοι» δεν είναι συνηθισμένοι. Οτι στο σαλόνι, για παράδειγμα, κάθονται μια Αφροδίτη από πεντελικό μάρμαρο και μια Ταναγραία, στο διπλανό δωμάτιο έχει βρει τη θέση της μια πολύτιμη έκδοση – εκείνη που παρήγγειλε ο Καλβίνος το 1534 και είναι η πρώτη των σχολίων του Πρόκλου πάνω στα έργα του Πλάτωνα «Τίμαιος» και «Πολιτεία» – ενώ στον επάνω όροφο συγκατοικούν οι Παίδες εν Καμίνω με τους δύο Αγίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον εν Βεροία, που εορτάζονταν με ένα μεγάλο πανηγύρι στη Θεσσαλία.
Μοναδικός μάρτυρας πως κάτι διαφορετικό συμβαίνει σε τούτο το οίκημα είναι η διακριτική πινακίδα πλάι στην είσοδο: «Μουσείο Μπενάκη, Δωρεά Αναστασίου και Μαρίας Βαλαδώρου». Στο χτύπημα του μπρούτζινου ρόπτρου η πόρτα ανοίγει. Πίσω της ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει κάπου στα μέσα του 20ού αιώνα. Επιπλα λιγοστά, ξύλινα πατώματα και χώροι 240 τ.μ. που για 33 χρόνια (1974-2007) φιλοξενούσαν μια πολύτιμη συλλογή από 320 εικόνες, 100 αρχαιότητες, 2.000 βιβλία εκ των οποίων τα 200 ιδιαιτέρως σπάνια και δέκα λειτουργικά άμφια. Ολα τους, μαζί με το κτίριο, δωρεά του βέρου αθηναίου εμπόρου ιερατικών υφασμάτων και παθιασμένου συλλέκτη Τάσου Βαλαδώρου και της καλλιεργημένης και διακριτικής αδελφής του Μαρίας στο δραστήριο Μουσείο Μπενάκη. Και τώρα, 11 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της δωρεάς, το σπίτι αφού δέχτηκε τις απαραίτητες επισκευές, ανοίγει ως μουσείο της συλλογής για το κοινό κατόπιν συνεννόησης, ενώ προγραμματίζεται στο επόμενο διάστημα να φιλοξενεί μαθήματα ενηλίκων και σεμινάρια για μικρές ομάδες μέσω των οποίων θα αναδεικνύεται το περιεχόμενο της συλλογής.
Πλάι στην πόρτα ένα πορτμαντό των αρχών του 20ού αιώνα θυμίζει πως ο επισκέπτης μπαίνει σε ένα μεσοαστικό σπίτι, ενώ στον τοίχο παρουσιάζεται η σπουδαία δουλειά που έκανε το Τμήμα Συντήρησης του μουσείου στα αντικείμενα της συλλογής Βαλαδώρου μέσα από επιτοίχιο εποπτικό υλικό που δείχνει την κατάσταση των κειμηλίων πριν και μετά τη φροντίδα που δέχτηκαν από τους ειδικούς. Συνδυασμός που προδιαθέτει για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν στα υπόλοιπα δωμάτια, καθώς «στόχος μας ήταν να διατηρήσουμε την οικειότητα που δημιουργείται σε κάποιον όταν μπαίνει σε ένα σπίτι και όχι να δημιουργήσουμε την αίσθηση ενός μουσειακού χώρου», εξηγεί στα «Πρόσωπα» η επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Αναστασία Δρανδάκη, η οποία τα προηγούμενα χρόνια ως επιμελήτρια του Μουσείου Μπενάκη και υπεύθυνη του συγκεκριμένου παραρτήματος (ρόλο που τώρα έχει εκ μέρους του μουσείου η Μάρα Βερυκόκου) επιμελήθηκε τη μεταμόρφωση της οικίας Βαλαδώρου σε έναν κομψό εκθεσιακό χώρο.
Τα αδέλφια Βαλαδώρου
Η περιήγηση ξεκινά με τη γνωριμία με τους οικοδεσπότες. Τα δύο αδέλφια που είχαν γεννηθεί στην Πλάκα, στο χαρακτηριστικό νεοκλασικό σπίτι της οδού Πολυγνώτου, γνωστό σε αρκετούς από τον πίνακα της Μαρίας Πωπ. Τον Τάσο Βαλαδώρο (1911-1995) με σπουδές νομικής που διατηρούσε κατάστημα με μεταξωτά και ιερατικά υφάσματα στην οδό Πετράκη 30 και ο οποίος είχε χτίσει μεθοδικά τη συλλογή του με αντικείμενα που σχετίζονταν κυρίως με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις. Και την αδελφή του Μαρία (1923-2007) που αγαπούσε τη μουσική, την ποίηση και τα ταξίδια και αποτελούσε στήριγμα για τον αδελφό της τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε οικογενειακό επίπεδο. Οταν το πατρικό τους απαλλοτριώθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού (1974) ο Τάσος και η Μαρία Βαλαδώρου δημιούργησαν το καταφύγιό τους στην οδό Ορτυνέων. Και για να τους γνωρίσουμε καλύτερα έχουν επιστρατευθεί φωτογραφικά στιγμιότυπα από τη ζωή τους, αλλά και επιστολές που αντάλλασσαν με τον πατριάρχη κι αρχιεπισκόπους ή με προσωπικότητες όπως ο Φώτης Κόντογλου.
Πρωταγωνίστρια του ισογείου όπου κυριαρχούν οι γκρι σκούροι ωστόσο αναδεικνύεται η θεά Αφροδίτη. Ο κομψός μαρμάρινος κορμός της με τον ακάλυπτο αριστερό ώμο είναι αδούλευτος στην πίσω όψη του, καθώς φαίνεται πως ήταν τοποθετημένος σε κόγχη σε κάποιο ιερό της θεάς είτε στην Ακρόπολη, είτε στον δρόμο προς την Ελευσίνα. Πιο δίπλα μέσα στις διακριτικές προθήκες φιλοξενούνται ακόμη 30 αρχαιότητες: από έναν μυκηναϊκό ασκό του 14ου αι. π.Χ. έως ειδώλια ιερέων του 3ου αι. π.Χ. «Επιλέξαμε τα πλέον άρτια αντικείμενα, διότι ο συλλέκτης αποκτούσε ακόμη και σπασμένα ειδώλια, αρκεί να σχετίζονταν με τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις. Δεν τον απασχολούσε το αντικείμενο ως έργο τέχνης, αλλά ως το κανάλι μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσεγγίζει το θείο» εξηγεί η Αναστασία Δρανδάκη.
Το πέρασμα στο επόμενο δωμάτιο ωστόσο μοιάζει και με ένα άλμα στον χρόνο, καθώς από την αρχαιότητα βρισκόμαστε στην καρδιά του βυζαντινού κόσμου. Εκεί αποκαλύπτεται μέσω ειδικής ψηφιακής εφαρμογής το διασημότερο έργο της συλλογής: ένας από τους παλαιότερους βυζαντινούς επιταφίους που έχουν σωθεί, των αρχών του 14ου αι. όταν ακόμη τέτοιου είδους λειτουργικά άμφια λιτανεύονταν στον ναό κατά την πομπή της Μεγάλης Εισόδου (κι όχι όπως σήμερα μόνο τη Μεγάλη Παρασκευή) και το οποίο είναι τόσο φθαρμένο ώστε οι σταυροί να έχουν σβηστεί από την πλευρά που οι πιστοί το προσκυνούσαν. Το χρυσοκέντητο αυτό μεταξωτό ύφασμα διαστάσεων 1,99 x 1,23 μ. μπορεί να παραμένει στο κεντρικό κτίριο του Μουσείου Μπενάκη όπου έκανε το ντεμπούτο του πριν από τρία χρόνια, όμως στις προθήκες βρίσκονται άλλα πολύτιμα εκκλησιαστικά υφάσματα του 16ου αι. όπως ένα επιμάνικο και ένα αντιμήνσιο του 18ου αι. που φέρει την υπογραφή του κεντητή του, του ιερομόναχου Ιωάννη.
Ο χρόνος κάνει ένα ακόμη άλμα στον 20ό αι., το οποίο επιβάλλεται από το μικρό ξυλόγλυπτο σαλονάκι της οικογένειας μαζί με τα βοηθητικά τραπεζάκια με μαρκετερί και το σεκρετέρ (χαρακτηριστικό δείγμα των επίπλων του σπιτιού, που όμως δεν χωρούσαν για να εκτεθούν στο σύνολό τους) πριν επιστρέψουμε με διαφορετικό τρόπο στο παρελθόν: μέσω των παλαίτυπων – ανάμεσά τους τα σχολιασμένα από τον Πρόκλο έργα του Πλάτωνα και τυπωμένα στη Βασιλεία, παραγγελία του Καλβίνου το 1534, «μια πολύτιμη έκδοση που συνέβαλε στη διάδοση των νεοπλατωνικών ιδεών στην Ευρώπη».
Οι εικόνες της συλλογής
Και είναι εκεί, στον ίδιο χώρο που παίρνουμε και μια πρώτη ιδέα των εικόνων της συλλογής μέσα από εννέα έργα της κρητικής και της επτανησιακής σχολής, με τα παλαιότερα να χρονολογούνται στις αρχές του 16ου αι. Μια στάση ενώπιόν τους αξίζει για να προσέξει κάποιος το δυτικότροπο ύφος τους, το οποίο διακρίνεται σαφώς στην απόδοση των κτιρίων.
Η ξύλινη σκάλα οδηγεί στον πρώτο όροφο με τους βαθυκόκκινους τοίχους μπροστά στους οποίους έχουν βρει τη θέση τους τα δισκοπότηρα του 18ου αι., το τρίπτυχο με αγίους προστάτες από τη χολέρα και την πανώλη (Αγιοι Χαράλαμπος, Σπυρίδωνας και Γεράσιμος), το ασημένιο φυλακτό του 19ου αι. μέσα στο οποίο υπάρχει ένα τάμα – προβατάκι, την ασυνήθιστη εικόνα του 17ου αι. με τους δύο Αγίους Αντωνίους, τον Μέγα και τον εν Βεροία, που εορτάζονταν με ένα μεγάλο πανηγύρι στην Αγιά της Λάρισας και σχετίζονταν με τη θεραπεία ψυχικών νοσημάτων, την Παναγία Ζωοδόχο Πηγή από το Μπαλουκλί της Κωνσταντινούπολης, το μοναδικό βημόθυρο της συλλογής με τον Ευαγγελισμό και τον Χριστό Μέγα Αρχιερέα.
Πριν αποχαιρετήσουμε το μικρό αυτό σπίτι – μουσείο το ερώτημα έρχεται αυθόρμητα προς την Αναστασία Δρανδάκη: Ενα ακόμη παράρτημα για το Μουσείο Μπενάκη σε μια εποχή διόλου εύκολη κι ενώ είναι ήδη γνωστά τα οικονομικά προβλήματα που το ταλανίζουν; «Η αλήθεια είναι πως η εποχή δεν επιτρέπει νέα ανοίγματα, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, ήταν όρος της δωρεάς» απαντά.