Μία από τις συγκλονιστικότερες και συνάμα συμβολικότερες στιγμές στο παγκόσμιο θέατρο είναι γραμμένη και παιγμένη από τον Αριστοφάνη στην κωμωδία του «Βάτραχοι». Εκεί, λίγους στίχους μετά την έναρξη, συμβαίνουν τα εξής συνταρακτικά: ένας θεός (ο Διόνυσος) ντυμένος με τη λεοντή και κρατώντας το ρόπαλο του ήρωα Ηρακλή, συνοδευόμενος από έναν λαϊκό άνθρωπο, υπηρέτη, επιβιβάζεται στη λέμβο του Χάρου στον ποταμό Αχέροντα, ενώ τον ξεκουφαίνουν τα βατράχια που βρίσκονται σε οργασμό και κοάζουν, ακριβώς την ώρα που διέρχονται τις όχθες του Αχέροντα ψάλλοντας ελευσίνιοι μύστες, ιεροφάντες. Ιστορική συγκυρία: η εποχή των Τριάκοντα Τυράννων. Σκοπός της καθόδου στον Αδη: η αναζήτηση τρόπου να επιστρέψει στη γη ένας από τους νεκρούς τραγικούς ποιητές, διότι η πόλις έχει ορφανέψει από τους παρηγορητές της ζωής και τους συμβουλάτορες των πολιτών. Και μόνο, αγαπητοί αναγνώστες, αυτή η σκηνή να είχε διασωθεί από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό θα είχαμε πυξίδα βίου. Μόνο η μεγαλοφυΐα ενός ποιητή και μάλιστα κωμικού θα μπορούσε αυτό να το συλλάβει. Διότι η μεγάλη κωμική, σατιρική, χλευαστική, ακόμη και λιβελλογραφική ποίηση, στο έπος, τον λυρισμό και στα αμφιθέατρα είναι ποίηση, καημός και κραυγή μελαγχολικών ταλέντων που βιώνουν με πόνο ψυχής την κατάρρευση των αξιών, των θεσμών των ιδεών και των αισθημάτων.
Τι μας λέει ο μεγάλος κωμωδιογράφος. Την ώρα που η Αθηναϊκή Δημοκρατία που εφεύρε και λειτούργησε για 50 χρόνια την άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας, την ώρα που καταρρέει και μέσα από τις ρωγμές των ερειπίων καιροφυλακτεί επωαζόμενη η τυραννίδα, η κατάλυση των νόμων και η γελοιοποίηση των θεσμών και ο ευτελισμός της ανθρώπινης ελεύθερης προσωπικότητας, την ώρα του επιθανάτιου ρόγχου της Βουλής και της ελεύθερης έκφρασης της πολιτικής, καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής σκέψης, την ώρα που επιστρέφουν στην κοινωνία τα πρωτόγονα κοάσματα των ενστίκτων και της γενετήσιας κραιπάλης αλλά και την ώρα που η μόνη καταφυγή είναι η μυστική αναζήτηση στη μεταφυσική κρυψώνα, την ώρα που ο παλιός λαϊκός ηρωισμός των ηράκλειων άθλων παραδίδει τη σκηνή του και μετατρέπεται σε θέαμα Κουταλιανού, η μόνη ελπίδα σωτηρίας, εξόδου από την αγκύλωση, ανάστασης και ανάταξης είναι οι ποιητές. Οχι οι ποιητές εμβατηρίων, ούτε οι ποιητές αναχωρητές στο κουκούλι της μοναξιάς, του θρήνου, της απελπισίας, της κατήφειας, της μοιρολατρίας. Αλλά οι τραγικοί ποιητές που αναλύουν και τιμωρούν τα πάθη, τα λάθη και τις θεϊκές αυθαιρεσίες και οι κωμικοί ποιητές που μαστιγώνουν την έκλυση των ηθών και των θεσμών και τον δογματισμό των πολιτικών.
Ενας θεός του θεάτρου κι ένας λαϊκός άνθρωπος κατεβαίνουν, κάθε φορά, στον Αδη και προσπαθούν να πείσουν έναν ποιητή να ανέβει στη Γη με τη σκευή των πανάρχαιων μυθικών ηρώων που δι’ ελέου και φόβου περαίνουσι την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
Αν επιστρέφω σήμερα, μια άλλη τραυματική και τραγική ημερομηνία στην Ιστορία αυτού του τόπου είναι για να σκύψουμε εταστικά και να δούμε αυτές τις ουλές των τραυμάτων που έχουν σχεδόν ολοκληρωτικά καλύψει το πρόσωπο και όλο το σώμα αυτής της πατρίδας. Ας μη με πετροβολήσουν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί μας, αλλά τους θυμίζω πως η αρχαία ομηρική λέξη πατρίς είναι επίθετο και συνόδευε το ουσιαστικό Γαία, Πατρίς Γαία, η γη όπου γεννήθηκε, μόχθησε, ερωτεύθηκε και τάφηκε ο πατέρας μου. Τα ρέστα τα αφήνω στους ιδεολόγους πατριδοκάπηλος – που στα ελληνικά πάντα σημαίνει όσοι εμπορεύονται και ξεπουλάνε τη γη των πατέρων τους ή, στη χειρότερη περίπτωση, την κάνουν ιδεολογία και συχνά ιδεοληψία. Κλείνει η παρένθεση!
Από το αρχαιότερο θεατρικό κείμενο της παγκόσμιας Ιστορίας, τους «Πέρσες» του Αισχύλου, όπου ακούγεται η αγγελική ρήση: «Ιτε παίδες Ελλήνων ελευθερούτε πατρίδα» έως τις εκκλήσεις του σταθμού του Πολυτεχνείου που μνημειώθηκε με την αγωνιώδη εκφώνηση του «Υμνου εις την Ελευθερίαν» του ποιητή πάντα Διονύσιου Σολωμού, δηλαδή από τον Αισχύλο έως τον Ακάθιστο Υμνο στην πολιορκημένη Κωνσταντινούπολη, από το επίγραμμα των πεσόντων στις Θερμοπύλες ώς τις «Θερμοπύλες» του Καβάφη, από τον «Θούριο» του Ρήγα έως τα «Τραγούδια της πατρίδος μου» του Παλαμά, από την εθνεγερτήρια κραυγή του Σικελιανού ώς τον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη, από τον «Χάρη» του Αναγνωστάκη και τον Ελληνα Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου έως το «Αξιον εστί» του Ελύτη, από τον Μακρυγιάννη και τον Χουρμούζη στον Βιζυηνό, τον Παπαδιαμάντη, τον Βουτυρά, τον Καρυωτάκη έως τη μεταπολεμική μας ποίηση και πεζογραφία, παντού σκάβοντας τάφους και ψάχνοντας σε ερείπια, σε βουνά και ξερονήσια, σε στρατώνες και σχολειά, στο χαμόσπιτο και στο μαγαζί του πραματευτή στο μαγκάλι και στο τζάκι, στον φούρνο και στην κάδη με τις ελιές, στα πιθάρια του λαδιού, στα ξύλινα βαρέλια με το μπρούσκο κρασί, στο τραπέζι του γάμου και στην παρηγοριά για τους φευγάτους, στο μπακράτσι με το φαΐ του εργάτη και το δείπνο για την επιστροφή του ξενιτεμένου (το έχω κι άλλοτε σημειώσει πως η γλώσσα μας ταξιδεύοντας στους αιώνες έκανε το ουσιαστικό νόστος = επιστροφή στην πατρίδα, νόστιμο φαΐ της μάνας στην υποδοχή!).
Ολα αυτά είναι πατρίδα και επαναλαμβάνω για άλλη μια φορά το αποκλειστικό και άγιο διώνυμο της ελληνικής και αμετάφραστο: μητέρα πατρίδα! Αυτό το «χώμα είναι δικό τους και δικό μας» του Ρίτσου. Η πατρίδα που υπερασπίστηκαν οι μαθητές μου στο Πολυτεχνείο (ένας έξοχος ήταν στη Συντονιστική Επιτροπή!) είναι όντως χώμα, θάλασσα, βουνό, τραγούδια, χοροί, νανουρίσματα και μοιρολόγια, τραγούδια της αγάπης και της ξενιτιάς και πάνω απ’ όλα γλώσσα (και μην ακούω ανοησίες!) μία και αδιαίρετη. Γιατί γλώσσα είναι οι λέξεις, τα τιμαλφή των λαών. «Πάρε την λέξι μου. Δώσε μου το χέρι σου», γράφει ο Εμπειρίκος. «Η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου» λέει ο μεγάλος σύγχρονος φιλόσοφος.
Στο Πολυτεχνείο το σύνθημα ήταν η γλώσσα της ποίησης: Σολωμός, Σικελιανός, Ρίτσος, ριζίτικα κρητικά τραγούδια, Ελύτης, Αναγνωστάκης.
Αν λοιπόν η γλώσσα είναι το σπίτι του ανθρώπου, σπίτι είναι τα θεμέλια, οι τοίχοι, τα κεραμίδια, η σκάλα, το χαγιάτι, το κατώι με τα γεννήματα που έχτισε, κατοίκησε, γεννοβόλησε, αγνάντεψε, πέθανε ο παππούς, ο πατέρας, ο γιος, ο εγγονός, δηλαδή οι πιο στενοί πατριώτες αλλά και η γειτονιά και πιο πέρα η στάνη, το χωράφι, η πλατεία, η εκκλησία, το σχολείο, το κοιμητήριο και λίγο πιο κάτω το γιοφύρι.
Το έχω ξαναθυμίσει εδώ. Οταν ο Σεφέρης βρέθηκε στην Κύπρο και το μοναστήρι Κύκκου στην αυλή ήταν το μαγκανοπήγαδο. Οταν ένας καλόγερος κατέβασε με την τριχιά τον κουβά και άρχισε να γυρίζει το μαγκάνι έτριξαν τα ξύλα και ο Σεφέρης: «ήταν φωνή πατρίδας» γιατί το τρίξιμο τον πήγε στο πατρικό του σπίτι όπου πέρασε την παιδική του ηλικία!
Πατρίδα είναι η πίττα της γιαγιάς, η βρύση στο σταυροδρόμι, το γράμμα του πατέρα από την ξενιτιά, την εξορία, τη φυλακή, οι πηγές του Μακρυγιάννη, το φέρετρο του Παλαμά, ο Καραγκιόζης του Σπαθάρη, το ραφτάδικο όπου δούλεψε ο Βιζυηνός, το μεροκάματο στις εφημερίδες και το ψωμοτύρι του Παπαδιαμάντη και το πλοιάριο του Εμπειρίκου που φτάνει στον ποταμό Αχέροντα και επιβιβάζεται στη σακολέβα του Παπαδιαμάντη μαζί με τον Διόνυσο και τον Ξανθία, μέσα στους κοασμούς των βατράχων, ενώ οι ιεροφάντες υμνωδούν και στο βάθος αγρυπνούν οι ποιητές και οι άγιοι πάντες, οι ποιητές η μόνη σωσίβια λέμβος κάθε λαού και η μόνη πατρίδα.
Οχι, δεν ήταν άοπλοι οι νέοι στο Πολυτεχνείο διότι μνημόνευαν Διονύσιο Σολωμό και μνημόνευαν Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στο τρίξιμο του μαγκανιού.