Υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα. Οι πάντες καταδικάζουν κάθε πράξη αυτοδικίας στη βάση πως αγγίζει πρακτικές φασισμού. Η αντίδραση του κάθε πολίτη απέναντι σε κάθε γενικότερη παραβατικότητα ή παραβίαση του ατομικού του χώρου θεωρείται ασύμμετρη ή κατακριτέα σε σχέση με ό,τι έχει συμβεί.
Λογής σχολιογράφοι καταφέρθηκαν κατά Αστυνομίας και πολιτών για τον τρόπο αντιμετώπισης του κραδαίνοντος μαχαίρι «Ζακ» Κωστόπουλου. Ελαμψαν όμως διά της σιωπής τους στον ξυλοδαρμό μαρτύρων – αστυνομικών στα δικαστήρια ή στον έλεγχο ταυτοτήτων από αναρχικούς στον δρόμο. Ακόμα και στην επίθεση κατά καθηγητή στο ATM πανεπιστημίου. Αυτού του είδους η αυτοδικία – κι άλλες παρόμοιες – δεν φαίνεται να ενοχλούν!
Υπάρχει λοιπόν η αυτοδικία των πολιτών, που αντιδρούν όταν αισθάνονται ανυπεράσπιστοι. Που συνήθως καταδικάζεται! Κι εκείνη των οργανωμένων παραβατικών ομάδων που κάποιοι ανέχονται.
Η αυτοδικία των πολιτών έχει και θεωρητική θεμελίωση. Στηρίζεται στην «κατηγορική προσταγή» του Ιμάνουελ Καντ με πλήθος αναλύσεων παγκοσμίως (βλ. λ.χ. W. Irwin, «Watchmen and Philosophy», 2009). Αυτή των αντιεξουσιαστών εδράζεται στην αυθαίρετη άσκηση οργανωμένης βίας.
Υπάρχουν διέξοδοι για οργανωμένες κοινωνίες. Είτε η νομιμοποίηση βίαιης ανταπόδοσης οργάνων του νόμου και σε υποψία απειλής εναντίον τους είτε στο ακαταδίωκτο πολιτών όταν ενεργητικά αναχαιτίζουν κάθε λογής κινήσεις εναντίον του εαυτού ή των υπαρχόντων τους.
Οι ακρότητες των όποιων αντιεξουσιαστών οδηγούν αναπόφευκτα σε κινήσεις βιντζιλαντισμού – επαγρύπνησης πολιτών (βλ. σχετ. Jonathan Ober, «The Six- Shooter State: Public and Private Violence in American Politics», 2018).
Γιατί λοιπόν να πληρώνουμε φόρους για την ασφάλειά μας; Οταν οι Αρχές συμπεριφέρονται παθητικά κι αδρανούν μπροστά στην προκλητικότητα οργανωμένων βίαιων μειοψηφιών;