Έντυπη Έκδοση - Γνώμες
Η θερμή υποδοχή του Αλέξη Τσίπρα από τη νέα ηγεσία των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, σε συνδυασμό με τα όσα συζητήθηκαν στο 2ο Φόρουμ των Προοδευτικών Δυνάμεων στο Μπιλμπάο, επανέφεραν το ερώτημα εάν το κυβερνών κόμμα διεκδικεί την ταυτότητα μιας νέας σοσιαλδημοκρατίας.
Αν προσεγγίσουμε το τι πράττει ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική του πολιτική όντως δεν απέχει από όσα κάνουν τα ευρωπαϊκά κεντροαριστεσωτήρηρά κόμματα.
Εχει ηγηθεί ενός τεράστιου κύματος ιδιωτικοποιήσεων, έχει προσφέρει στην εργοδοσία μια πάγια συνθήκη μειωμένου εργατικού κόστους, έχει εξασφαλίσει την επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων και τη γενίκευση της ελαστικής εργασίας και έχει εμπεδώσει μια νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Το «κοινωνικό πρόσωπο» του ΣΥΡΙΖΑ περιορίζεται σε επιδοματικά μέτρα για τα αποπτωχευμένα πληβειακά στρώματα, στη μη παραπέρα επιδείνωση της θέσης των δημοσίων υπαλλήλων και σε μια «επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων» που δεν απειλεί τη μείωση του εργατικού κόστους ούτε την επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης.
Ακόμη και το «αναπτυξιακό σχέδιο» για τη μεταμνημονιακή περίοδο προκρίνει τις ιδιωτικές επενδύσεις σε συνδυασμό με μια «κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία» που δεν απέχει από την «κοινωνική επιχειρηματικότητα» που ούτως ή άλλως αναπτύσσεται στην Ευρώπη.
Κοντολογίς, μια οικονομική πολιτική που δεν αμφισβητεί το κεκτημένο του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού».
Ούτε επιδεικνύει κάποια ιδιαίτερη ευαισθησία σε θέματα δικαιωμάτων μια κυβέρνηση που χρεώνεται την αθλιότητα της Μόριας και τη συμπόρευση με τις πολιτικές της «Ευρώπης – Φρούριο». Επιπλέον, ο ατλαντισμός και φιλοαμερικανισμός της κυβέρνησης Τσίπρα δείχνουν ότι έχει ξεκόψει από τον αντιιμπεριαλισμό που αποτελούσε ένα όριο ανάμεσα στη σοσιαλδημοκρατία και την κομμουνιστογενή Αριστερά.
Ομως το να διαπιστώσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εφαρμόζει μια πολιτική που δεν είναι «αριστερότερη» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (μάλιστα σε ορισμένα ζητήματα είναι «δεξιότερη» από αυτή π.χ. της πορτογαλικής κυβέρνησης), δεν απαντάει στο ερώτημα της ταυτότητας.
Φαινομενικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να θέλει να προσεγγίσει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και η τελευταία θα ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα μέρος από την όποια απήχησή του, σε μια περίοδο όπου στη Γαλλία αποδιαρθρώνεται και στη Γερμανία περνάει ιστορική κρίση. Σε μια ιδιότυπη σύμπλευση συμφερόντων, ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να ενταχθεί σε μια μεγάλη συστημική πολιτική οικογένεια και η σοσιαλδημοκρατία να διευρύνει τον προσδιορισμό του προοδευτικού χώρου προς την πλευρά της πάλαι ποτέ ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Μόνο που ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει ταυτόχρονα να είναι «κόμμα του κράτους», αλλά με ταυτότητα ριζοσπαστικής Αριστεράς. Θέλει να κατέχει τη θέση της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και να μην αναλαμβάνει τις δεσμεύσεις που αυτό συνεπάγεται, ούτε προς τις δυνάμεις του συστήματος ούτε προς τα λαϊκά στρώματα, με τα οποία εξακολουθεί να έχει εξωτερική, εκλογική και όχι οργανική σχέση.
Ετσι έχουμε το παράδοξο ο ΣΥΡΙΖΑ τα ίδια μέτρα που «μέσα» παρουσιάζει ως αναγκαστικό συμβιβασμό, «έξω» να τα προβάλλει ως «προοδευτική πολιτική» για τον 21ο αιώνα και την ίδια στιγμή «έξω» επιδιώκει να κατοχυρωθεί ως η ελπίδα της σοσιαλδημοκρατίας και «μέσα» ως η κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά.
Ομως αυτή η αντίφαση, ανάμεσα σε μια δεξιά μετατόπιση και μια «αριστερή ταυτότητα», καταλήγει τελικά απλώς σε έναν «δομικό» καιροσκοπισμό, ένα «μεταμορφικό» υβρίδιο σοσιαλφιλελεύθερης πρακτικής και ριζοσπαστικής ρητορικής που όχι μόνο δεν ανασυγκροτεί «προοδευτικό πόλο» αλλά επιτείνει την αποσυσπείρωση, την αποκαρδίωση και την ηττοπάθεια εκείνων ακριβώς των κοινωνικών στρωμάτων που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί.
Ο Παναγιώτης Σωτήρης είναι δημοσιογράφος και διδάσκων στο ΕΑΠ