Μπορεί οι λαϊκιστές ηγέτες να έχουν διαφορετική ιδεολογική προέλευση, συναντώνται όμως στα χαρακτηριστικά του πολιτικού τους λόγου και της πολιτικής πρακτικής. Από τον Τραμπ στον Σαλβίνι, από τον Μπόρις Τζόνσον στον Ορμπαν, από τον Γκρίλο στον Τσίπρα, τα μοτίβα ήταν ίδια. Η επιτυχία τους βασίστηκε στον διχαστικό και επιθετικό λόγο, στην αντιδημοκρατική εργαλειοποίηση των θεσμών ώστε να κατασκευάζονται συνεχώς εχθροί. Παράλληλα επιδίωξαν συστηματικά την αποδόμηση της δημόσιας σφαίρας διαβάλλοντας τα αντίπαλα μέσα ενημέρωσης, και κινητοποιώντας συναισθηματικά τα πιο χαμηλά λαϊκά στερεότυπα και ένστικτα κατά του ορθολογικού πολιτικού λόγου.
Υπόβαθρο της ανόδου των λαϊκιστών είναι οι πολώσεις και οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν από το χάσμα που χώρισε την πολιτικά ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση και τα εθνικά δημοκρατικά συστήματα που χάνουν την ισχύ τους. Αντιδράσεις οικονομικές και πολιτισμικές που αλληλεπιδρούν και συνήθως αλληλοενισχύονται. Οικονομική δυσπραγία και πολιτισμική δυσφορία για έναν κόσμο που χάνει τις παλιές «σταθερές». Οι λαϊκιστές ηγέτες πετυχαίνουν στο μέτρο που οξύνουν «από τα πάνω» την πόλωση ώστε να ακυρώνεται η πολιτική επικοινωνία και να χτίζονται τείχη μεταξύ των διαφορετικών αντιλήψεων. Η στάση τους απέναντι στα λαϊκά στρώματα και τη «λαϊκότητα» είναι η ακριβώς αντίθετη από εκείνη που είχαν τα ιστορικά μαζικά κόμματα – εργατικά, χριστιανοδημοκρατικά ή δημοκρατικά. Εκείνα έδιναν μια προοπτική και μια κοσμοθεωρία στους «κάτω» ανυψώνοντας την κουλτούρα τους. Οι σημερινοί λαϊκιστές απευθύνονται συνήθως σε ό,τι πιο οπισθοδρομικό και φοβικό περιέχει η νοοτροπία του «απλού ανθρώπου». Αν τα μοτίβα ήταν ίδια, οι συνέπειες του σύγχρονου λαϊκισμού διαφέρουν αναλόγως των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των χωρών. Οπου υπάρχουν ισχυροί θεσμοί ή παράδοση συναινετικής πολιτικής, η υποβάθμιση που προκαλεί το λαϊκιστικό πολιτικό στυλ μπορεί να μετριαστεί. Αντιθέτως, σε κοινωνίες έντονα διχασμένες, ο λαϊκισμός επιδεινώνει τον διχασμό και τη διακοπή της πολιτικής επικοινωνίας. Οι πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ εικονογράφησαν τους στρατοπεδικούς διχασμούς, ενώ οι εκλογές της Βραζιλίας προσέθεσαν στον κόσμο άλλον έναν δημοκρατικά εκλεγμένο αυταρχικό ηγέτη, υμνητή της δικτατορίας.
Πώς εκδηλώνονται αυτά τα φαινόμενα στην Ελλάδα; Η χώρα μας ξέρει ασφαλώς από διχασμούς. Οχι μόνο στο παρελθόν, αλλά και στη μεταπολιτευτική περίοδο η πολιτική λάμβανε συχνά πολωτικές μορφές. Πρωταγωνιστές ήταν μεγάλες πολιτικές παρατάξεις, κοινωνικά πολυσυλλεκτικές, με ευκρινείς ιστορικές ταυτότητες. Στη χώρα μας εξάλλου, το πολιτικό σύστημα έχει μεγάλα περιθώρια αυτονομίας καθώς δεν περιορίζεται από ισχυρά «εξωτερικά» κοινωνικά και θεσμικά αντίβαρα. Σε κάποιες συγκυρίες, αυτή η μεγαλύτερη αυτονομία ωφέλησε. Στη μεταπολιτευτική περίοδο π.χ. βοήθησε ηγέτες όπως ο Κ. Καραμανλής ή ο Κ. Σημίτης να αναλάβουν το κόστος δύσκολων εγχειρημάτων (ΕΟΚ, ΟΝΕ αντιστοίχως) που αγκύρωσαν την Ελλάδα στον ευρωπαϊκό οικονομικό και γεωπολιτικό χώρο παρά τις ποικίλες εσωτερικές αντιδράσεις.
Σε άλλες όμως στιγμές η αυτονομία παρήγαγε αυτοτροφοδοτούμενη πόλωση, υπερβολική εμμονή στο παρελθόν και καθυστέρηση των κομμάτων να παρακολουθήσουν τις νέες συνθήκες. Η Ελλάδα μετά τη χρεοκοπία του 2009 βίωσε αυτόν τον αρνητικό κύκλο. Επαναλήφθηκε η ροπή στον διχασμό και στην ακραία πόλωση – όσο σε καμία άλλη μνημονιακή χώρα. Η πολιτική και ο κομματικός ανταγωνισμός έπαιξαν τον δικό τους αυτόνομο ρόλο στην επιδείνωση της κρίσης. Ο λαϊκιστικός λόγος και η αντίστοιχη πρακτική χτύπησαν ταβάνι συσκοτίζοντας πλήρως τόσο τις αιτίες της χρεοκοπίας όσο και τις διεξόδους. Το μόνο προγραμματικό περιεχόμενο που ο αντιμνημονιακός λαϊκισμός προέβαλε ήταν ή το Grexit ή η ανεδαφική νοσταλγία των προ της κρίσης «κεκτημένων». Οταν συνασπισμένος ο αριστεροδεξιός λαϊκισμός έγινε κυβέρνηση, η πρόσκρουση στην πραγματικότητα ήταν προδιαγεγραμμένη και παρέμενε άγνωστο μόνο το κόστος της σύγκρουσης.
Αν είχε μεσολαβήσει αρκετός χρόνος μέχρι τη διάψευσή του, θα μπορούσε ίσως το αντιμνημονιακό κύμα διαμαρτυρίας να εξελιχθεί σε πιο συνεκτική πολιτική παράταξη. Ομως, τα γεγονότα ήταν πιο πεισματάρικα και ο Τσίπρας υποχρεώθηκε στη γνωστή «kolotoumba» που εσχάτως μετονόμασε «καθαρό μυαλό» συγxέοντας επικινδύνως τα πράγματα. Ο όρος κωλοτούμπα όμως είναι έτσι κι αλλιώς ευφημισμός που οδηγεί σε παρανοήσεις. Γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να μετεωρίζεται εξαιτίας των εγγενών αντιφάσεών του, χωρίς να επανέρχεται σε μια «κανονικότητα». Από τη μια, έχει απολέσει την «εναλλακτικότητα» που του παρείχε ο αντιμνημονιακός λόγος. Από την άλλη, πρέπει να αναπαράγει συνεχώς έναν διχασμό ο οποίος δεν δικαιολογείται πλέον από τα πράγματα. Αν ήταν μια επιτυχημένη κυβέρνηση θα μπορούσε να αναπληρώσει την προσαρμογή με την αποτελεσματικότητα. Και ο ίδιος όμως έχει συναίσθηση ότι πρόκειται για μπάχαλο απειρίας και ασχετοσύνης. Επιπλέον, η καταφυγή στον διχαστικό λόγο γίνεται επιτακτικότερη γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει αναφορά σε μια καθιερωμένη ιστορική παράταξη, όπως συνέβαινε με το πρωτοεμφανιζόμενο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970. Αντιθέτως κάθεται επάνω σε μια επισφαλή ακόμα σύμμειξη διαφόρων αριστεροδεξιοπασοκικών υλικών με κοινό στοιχείο την αντιεκσυγχρονιστική προδιάθεση – άλλη διαφορά από το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου.
Δυστυχώς για εμάς τους ιθαγενείς λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να καταφεύγει συστηματικά στο εύχρηστο και οικείο όπλο τού λαϊκιστικού λόγου, του εσκεμμένου διχασμού και της όξυνσης «από τα πάνω», προσπαθώντας να συγκαλύψει όσο μπορεί την αποτυχία και να βρει ένα υποκατάστατο της χαμένης ταυτότητας. Το τίμημα είναι ότι όλα αυτά παγιώνονται ως συστατικά στοιχεία της φυσιογνωμίας του. Αυτό πάντως που εκπλήσσει είναι ο πρωτοφανής κυνισμός με τον οποίο διεκπεραιώνεται το εγχείρημα, όπως φάνηκε με την πρόσφατη αθλιότητα κατά του πρώην πρωθυπουργού Κ. Σημίτη, του Μ. Χρυσοχοΐδη και του Β. Μαλέσιου. Φαίνεται ότι και για τα κόμματα ισχύει η γνωστή ρήση του Γκράμσι που έγινε του συρμού τα τελευταία χρόνια: όταν το παλιό δεν έχει ακόμα πεθάνει και το νέο δεν έχει ακόμα γεννηθεί είναι η εποχή των τεράτων. Εν προκειμένω η εποχή των εσωκομματικών τεράτων, της περιφρόνησης του κράτους δικαίου και του απόλυτου κυνισμού. Οσοι προσβλέπουν στην ομαλή εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κάτι σοσιαλδημοκρατικό, κεντροαριστερό, o altra cosa, θα πρέπει ακόμα να περιμένουν. Το πιθανότερο είναι στο προσεχές μέλλον να εξελιχθεί σε παίκτη που θα βραχυκυκλώνει την προσπάθεια της χώρας να βγει από την κρίση.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι το συναίσθημα της παρακμής θα ενταθεί στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου. Ημασταν μια οικονομία παγιδευμένη στη στασιμότητα, εκτός αγορών, χωρίς τράπεζες, χωρίς επενδύσεις, με τα μάτια στραμμένα στο παρελθόν των συντάξεων παρά στην απασχόληση των νέων. Γινόμαστε επιπλέον μια κοινωνία παγιδευμένη στον ηθικό εκτραχηλισμό και στον πολιτικό κυνισμό που σπρώχνει συνειδητά στην παρακμή γιατί η παρακμή προσφέρεται ως προεκλογική τακτική. Τη νύχτα όλες οι γάτες φαίνονται γκρίζες. Στη γενικευμένη παρακμή χάνονται οι ελπίδες για το μέλλον. Αλλά οι κλειστοί ορίζοντες γεννούν δυσανεξία και μίσος, ό,τι δηλαδή τροφοδοτεί τον σύγχρονο λαϊκισμό.
Το μόνο θετικό των τελευταίων ημερών ήταν ότι έγιναν πλέον ξεκάθαρα τα πολιτικά μέτωπα.
Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου