Η πορεία των τραπεζών τους τελευταίους μήνες είναι η μικρογραφία της πορείας της ελληνικής οικονομίας μετά το υποτιθέμενο τέλος του τρίτου Μνημονίου. Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου, πληρώνουν ακριβά το τίμημα της «καθαρής εξόδου» που μόνο καθαρή δεν είναι όσον αφορά τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, αλλά είναι απολύτως ξεκάθαρη όσον αφορά τον αποκλεισμό της από οποιαδήποτε πρόσβαση στις αγορές.
 Εχοντας απολέσει, ελέω «καθαρής εξόδου» τη φθηνή χρηματοδότηση (waiver) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι ελληνικές τράπεζες δέχονται το ένα χτύπημα μετά το άλλο από τα κύματα των ιταλικών αναταράξεων και την αρνητική στάση των αγορών για την Ελλάδα. Είναι ο αδύναμος κρίκος σε κάθε κακό νέο που έρχεται από τις αγορές, με αποτέλεσμα να έχουν υποστεί μια ραγδαία μείωση της κεφαλαιοποίησής τους στο χρηματιστήριο που επιδεινώνει την κεφαλαιακή τους θέση, την ίδια ώρα που πρέπει να αντιμετωπίσουν το μεγάλο βάρος των κόκκινων δανείων στους ισολογισμούς τους. Και αντί να αποτελούν, όπως θα έπρεπε, τον αιμοδότη για την ανάταξη της χώρας, συμπάσχουν μαζί με τον μεγάλο ασθενή.
Το μεγάλο πρόβλημα για τις τράπεζες είναι ότι δανείζονται με βάση το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου που έχει εκτιναχθεί ξανά το τελευταίο διάστημα στα απαγορευτικά επίπεδα του 4,5%. Κάθε αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων μειώνει την ονομαστική αξία των ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους και δίνουν ως ενέχυρο για τον δανεισμό τους. Αρα αυξάνει το κόστος χρηματοδότησής τους. Είναι προφανές ότι το αυξημένο αυτό κόστος διαχέεται στη συνέχεια σε όλη την ελληνική οικονομία εις βάρος της ανάπτυξης.
Το τελευταίο ισχυρό χτύπημα για τις συστημικές τράπεζες ήρθε με την έξοδο των τριών από αυτές από τον δείκτη MSCI. Αναμενόμενο να συμβεί, όπως και τα όσα ακολούθησαν και πρόκειται να συμβούν. Το σφυροκόπημα των ελληνικών τραπεζών στο χρηματιστήριο τους τελευταίους μήνες μείωσε την κεφαλαιοποίησή τους κάτω από τα όρια που προβλέπονται για να επενδύουν σε αυτές μεγάλα funds. Λίγο η Ιταλία, πολύ περισσότερο ο συνεχιζόμενος αποκλεισμός της Ελλάδας από τις αγορές, αλλά και η κερδοσκοπία, σε συνδυασμό με την απώλεια του καθεστώτος φθηνής χρηματοδότησης από την ΕΚΤ, συνέβαλαν όλα ώστε να έλθει η έξοδος από τον δείκτη MSCI, που με τη σειρά της δημιουργεί τις προϋποθέσεις για νέες εξόδους κεφαλαίων από τις τράπεζες. Τώρα, κατόπιν εορτής, στην κυβέρνηση τρέχουν να μαζέψουν την κατάσταση αναζητώντας νέες λύσεις για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ παίζει κορόνα – γράμματα ευαίσθητα θέματα στην οικονομία για χάρη των δικών της πολιτικών σκοπιμοτήτων. Το είχε κάνει το 2015 όταν, εξαιτίας της «περήφανης διαπραγμάτευσης», εξανεμίστηκαν οι καταθέσεις και επιβλήθηκαν τα capital controls, με αποτέλεσμα να γονατίσουν οι τράπεζες και να οδηγηθούν σε νέα κεφαλαιοποίηση. Για να μη θυμηθούμε προεκλογικές ιστορίες με το κίνημα του «δεν πληρώνω» και άλλα τέτοια, που συνέβαλαν στη διόγκωση των κόκκινων δανείων. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα, όχι μόνο με τις τράπεζες, αλλά και με όλο αυτό το τσουνάμι προεκλογικών παροχών που είναι έτοιμη να μοιράσει η κυβέρνηση από ένα, φορτωμένο με φόρους, υπερπλεόνασμα που αντιστρατεύεται την ανάπτυξη.