Υπολογίζεται ότι μέχρι το 2030 το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού (περίπου πέντε δισεκατομμύρια άνθρωποι) θα κατοικεί στις πόλεις. Οι δημογραφικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές προκλήσεις που συνοδεύουν αυτήν την τάση ραγδαίας αστικοποίησης του πλανήτη προβάλλουν νέες, αυξημένες απαιτήσεις στη διακυβέρνηση των αστικών κέντρων. Ολοένα και περισσότερο, οι κάτοικοι των πόλεων απαιτούν δικαιολογημένα φιλικές και αποτελεσματικές δημοτικές υπηρεσίες, λειτουργικούς δημόσιους χώρους, ασφάλεια και πολιτιστικά αγαθά, γνωρίσματα που συμπεριλαμβάνονται στην έννοια της «ποιότητας ζωής». Λιγότερη όμως σημασία φαίνεται να δίνεται στους τρόπους με τους οποίους οι σύγχρονες πόλεις μπορούν να λειτουργήσουν ως καταλύτες στην αναπτυξιακή διαδικασία συμβάλλοντας στην ευημερία των κατοίκων τους αλλά και στην αύξηση του συνολικού εθνικού πλούτου.  Η αναπτυξιακή διαδικασία έχει μια έντονη χωρική διάσταση, όχι μόνο γιατί σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιείται σε τοπικό επίπεδο ως αποτέλεσμα της συσσώρευσης οικονομικών πόρων, αλλά και γιατί επηρεάζεται σε καθοριστικό βαθμό από τις ιδιαίτερες συνθήκες του οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη των πόλεων είναι η ενίσχυση της «επενδυσιμότητάς» τους (investability), δηλαδή η βελτίωση των συνθηκών που οδηγούν στην αύξηση του συνολικού όγκου επενδύσεων σε μια τοπική περιοχή. Η επενδυσιμότητα ακολουθεί την ενίσχυση της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας, δηλαδή την ικανότητα της πόλης να προσφέρει ένα ελκυστικό περιβάλλον στις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Κύριο γνώρισμα της περιφερειακής ανταγωνιστικότητας είναι η ικανότητα της τοπικής οικονομίας να ενσωματώνει καινοτομικές πρακτικές, κάτι που σχεδόν πάντοτε συνδέεται με υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας για το 2016 (The EU Regional Competitiveness Index 2016) οι ελληνικές περιφέρειες παρουσιάζουν σημαντικές υστερήσεις στους επιμέρους δείκτες που αφορούν την τεχνολογική ετοιμότητα αλλά και το θεσμικό περιβάλλον. Μάλλον αναμενόμενα λοιπόν κατατάσσονται όλες (πλην της Αττικής) στις τελευταίες είκοσι μία θέσεις του σχετικού πίνακα, ενώ σχεδόν όλες σημείωσαν υποχώρηση από την προηγούμενη έκθεση.
Συνοπτικά, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών πόλεων προϋποθέτει:
Πρώτον, την ανάπτυξη συνεργειών ανάμεσα στους τοπικούς φορείς για την προστιθέμενη αξία στην τοπική οικονομία, κάτι που υποδεικνύει την αξιοποίηση και ενδυνάμωση του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου. Είναι αξιοσημείωτο πως οι περισσότερο ανταγωνιστικές περιφέρειες είναι οι πολυκεντρικές, αυτές δηλαδή που περιλαμβάνουν ισχυρά μητροπολιτικά κέντρα που λειτουργούν ως αναπτυξιακοί πόλοι. Οι δράσεις ενίσχυσης της τοπικής (κύρια μικρομεσαίας) επιχειρηματικότητας αναδεικνύονται ως εξίσου σημαντικές με τις επενδύσεις στις «κλασικές» μεταφορικές υποδομές.
Δεύτερον, την προώθηση της συμμετοχής των τοπικών επιχειρήσεων στις εθνικές και διεθνείς αλυσίδες αξίας. Στο σημερινό ταχύτατα διεθνοποιούμενο περιβάλλον οι πόλεις που πρωταγωνιστούν είναι αυτές που δεν περιορίζονται στα όρια της εθνικής οικονομίας, αλλά αντίθετα επεκτείνουν την οικονομική τους δραστηριότητα (και μαζί ενισχύουν την ελκυστικότητά τους και το local branding) πέρα από τα εθνικά σύνορα.
Τέλος, την ενδυνάμωση της ικανότητας των τοπικών Αρχών να σχεδιάζουν και να υλοποιούν αναπτυξιακές πολιτικές (εφαρμόζοντας αποτελεσματικά μια στρατηγική έξυπνης εξειδίκευσης), γεγονός που προϋποθέτει τη θαρραλέα μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση στις περιφερειακές και τις δημοτικές Αρχές.
Καθώς βαδίζουμε στην τελική ευθεία προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2019, θα ήταν χρήσιμο τα ζητήματα αυτά να αποτελέσουν μέρος της δημόσιας συζήτησης που θα ακολουθήσει.