Την περασμένη Κυριακή ήρθαν στο Παρίσι 72 ηγέτες από όλο τον κόσμο για να παραστούν στην τελετή της εκατοστής επετείου από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου – από την 11η Νοεμβρίου 1918 όταν υπογράφτηκε η ανακωχή που κατέληξε στην άνευ όρων συνθηκολόγηση της Γερμανίας και στις συμφωνίες των Βερσαλλιών. Οι πομπές, οι ομιλίες, το βαρυσήμαντο ύφος έγιναν αντικείμενο αρνητικών σχολίων. Δεν αφήνουμε τίποτα ασχολίαστο· άλλοτε μουρμουρίζουμε σαν βλοσυρά δεκατετράχρονα, άλλοτε σαν τους γέρους στον εξώστη του Μάπετ Σόου. Πολλοί είπαν: «Ο τελετάρχης Μακρόν και οι φανφάρες του» – πράγματι, ο Μακρόν επενδύει στα σύμβολα και στις τελετουργίες· ίσως μάλιστα να το παρακάνει. Σκηνοθετώντας μονόπρακτα εθνικής υπερηφάνειας επισημαίνει τους κινδύνους της παγκόσμιας κατάστασης, όπως «τη γοητεία που ασκεί ο λαϊκισμός» και διατυπώνει μεγαλεπήβολα σχέδια: είναι οξυδερκής πολιτικός αναλυτής αλλά αυτό δεν αρκεί για να παίξει σωστά τον ρόλο του προέδρου. Οι πρόεδροι δεν εκθέτουν τα προβλήματα· τα λύνουν. Τούτου λεχθέντος, η 11η Νοεμβρίου δεν ήταν φανφάρα: δεν μπορεί να ενταχθεί στην καταχρηστική σειρά επετείων τις οποίες επιβάλλουν οι ιδεολογίες και η λατρεία του ιστορικού θύματος. Επρόκειτο, εκτός από την υπενθύμιση ενός καταστροφικού πολέμου που έγινε από καθαρή ανθρώπινη ανοησία, μια υπενθύμιση των ολέθριων επιπτώσεων του εθνικισμού γενικότερα. Η ομιλία του ήταν εμπνευσμένη και μετρημένη· ακόμα και συγκινητική: έκανε τη διάκριση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού· επετέθη εναντίον των σημερινών δημαγωγών που, κατά τη γνώμη του, μοιάζουν μ’ εκείνους της δεκαετίας του 1930 και μίλησε για τις οικουμενικές αξίες της Γαλλίας. Κοινοτοπίες; Ναι και όχι. Παρεμπιπτόντως, ήταν και μια ενημέρωση για τους ανιστόρητους περί των όσων συνέβησαν πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο: περί του ότι, λόγου χάρη, η άνοδος των ολοκληρωτισμών, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, ο Στάλιν -τον οποίον ίσως ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν τοποθετεί στην ίδια τάξη- έπονται του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
      Ο Ντόναλντ Τραμπ έπληττε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το κρύψει. Χειροκροτούσε απρόθυμα και με καθυστέρηση· τον ενοχλούσε η βροχή (λέει ότι σιχαίνεται τη βροχή γιατί χαλάει τα μαλλιά του) καθώς και το ότι δεν βρισκόταν στο κέντρο της προσοχής. Έτσι, αποφάσισε να μην εμφανιστεί στο αμερικανικό νεκροταφείο και να αποσυρθεί μουτρωμένος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ίσως ήταν άρρωστος ή υπερβολικά κουρασμένος. Το προεδριλίκι, θα έπρεπε να το ξέρει, είναι σκληρή δουλειά. Παραλλήλως, ο Μακρόν τού προξενεί απέχθεια διότι διεκδικεί ρόλο ηγέτη του «προοδευτικού» κόσμου σε περιβάλλον πολυπολικότητας -αμφισβητώντας την αμερικανική πρωτοκαθεδρία- ιδιαίτερα μετά την εξασθένηση της Άνγκελα Μέρκελ (η οποία δεν έχει πια τίποτα να χάσει) και τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των ΗΠΑ στις διεθνείς υποθέσεις. Είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν αναζητούν συμμάχους και συνεργάτες· αναζητούν υποτελείς: η απαράδεκτη συμπεριφορά του Αμερικανού προέδρου ακόμα και στο τετ-α-τετ με τον Μακρόν (χαμόγελο-γκριμάτσα, αφηρημάδα, μορφασμοί) υπογραμμίζει όχι μόνο την κρίση αυτών των σχέσεων αλλά και την τάση των ΗΠΑ να παραβιάζουν όλους τους κανόνες με όλο και περισσότερο θράσος εξαιτίας της εσωτερικής συναίνεσης της οποίας απολαμβάνει ο Ντόναλντ Τραμπ. Το ζήτημα είναι ότι, παρά τις ψευδαισθήσεις των οπαδών του, ο Τραμπ παίζει το παιχνίδι της επίσημης, όχι μιας δήθεν «εναλλακτικής», πολιτικής: απαιτεί από την Ευρώπη να πληρώσει περισσότερα για την άμυνά της και να αγοράζει αμερικανικά προϊόντα. Όταν ο Μακρόν πέταξε την ιδέα του ευρωπαϊκού στρατού (θα προτιμούσαμε ένας πρόεδρος να μην «πετάει» ιδέες σε τελετές) του έδωσε την ευκαιρία να ξεστομίσει τα γνωστά περί μη ικανοποιητικής ευρωπαϊκής συμμετοχής στο ΝΑΤΟ: δεν ήταν η κατάλληλη περίσταση για να του απαντήσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες ότι το ΝΑΤΟ είναι αναχρονιστικό κι ότι δεν πιστεύουν πως οι ΗΠΑ παίρνουν στα σοβαρά το άρθρο 5. (Δεν το παίρνουν).
       Η επέτειος της 11ης Νοεμβρίου, όπου φάνηκαν όλες οι αποχρώσεις των διεθνών ισορροπιών, αποτελούσε περισσότερο πράξη κοινότητας και λιγότερο θέαμα που οργανώθηκε για την προσωπική ικανοποίηση μεμονωμένων ατόμων. Το ότι ο Αλεξάντερ Γκάουλαντ του ακροδεξιού AfD διαμαρτυρήθηκε διότι η Γερμανίδα καγκελάριος συμμετείχε στην τελετή μεταξύ των «νικητών» του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, υπογραμμίζει τη συμβολική σπουδαιότητα της τελετής -για την ειρήνη, τη συμφιλίωση, την ευρωπαϊκή ιδέα, τη χρησιμότητα της ιστορικής μνήμης- και ταυτοχρόνως καταδεικνύει την αφύπνιση του γερμανικού εθνικισμού ο οποίος εκμεταλλεύεται την εσφαλμένη μεταναστευτική πολιτική της Άνγκελα Μέρκελ και των σοσιαλδημοκρατών. Η εικόνα του Μακρόν και της Μέρκελ να κρατιούνται από το χέρι στο νεκροταφείο των πεσόντων στο Κομπιένι, όπως είχαν κάνει το 1984 ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Χέλμουτ Κολ στο Βερντέν, μολονότι ίσως είναι «βαρετή» ή και ελαφρώς γελοία στα μάτια μερικών, αποτελεί αναντίρρητα μια δραματοποίηση της εξουσίας· ως τελετουργία, καταπραΰνει την αγωνία της κοινότητας: Ποτέ πια πόλεμος. Η Ευρώπη είναι ενωμένη.
      Ο Γκάουλαντ το καταλαβαίνει. Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν το καταλαβαίνει. Μόνο τα μικρά παιδιά και όσοι πάσχουν από συγκεκριμένες ψυχικές αρρώστιες δεν μπορούν να συλλάβουν το συμβολικό περιεχόμενο της κοινωνικής ζωής, τους κώδικες, τους τρόπους με τους οποίους εκφραζόμαστε και βάζουμε τάξη στο χάος. (Σε άλλες μορφές ψυχοπάθειας το άτομο επαναλαμβάνει αδιάκοπα, μηχανικά, μια συγκεκριμένη τελετουργία.) Η στάση μας έναντι των τελετουργιών -θρησκευτικών, πνευματικών, διατροφικών, σεξουαλικών, πολιτικών, ψυχαγωγικών- δίνει πληροφορίες για την ένταξή μας στην ανθρώπινη κοινότητα ή για τον βαθμό της αποξένωσής μας από αυτή. Υπό την εν λόγω έννοια, ο Ντόναλντ Τραμπ σύρει τις ΗΠΑ όχι μόνο έξω από τις υποκριτικές και άχρηστες τελετές αλλά έξω από τον κύκλο των δημοκρατικών χωρών οι οποίες φαίνονται να ανησυχούν για την ενδεχόμενη επανάληψη των φρικαλεοτήτων του παρελθόντος. Πρόκειται για μια εκδοχή του αμερικανικού απομονωτισμού που δεν προϋποθέτει ευγενική αδιαφορία για τον κόσμο -μια στάση που θα καλωσόριζαν πολλές χώρες και πολιτικές δυνάμεις- αλλά που, αντιθέτως, θεμελιώνεται σε κακοήθη και ενεργητική εχθρότητα.