Η Τουρκία παραμένει τυπικά μια συμμαχική χώρα για τις ΗΠΑ, αλλά δεν θεωρείται, πλέον, στρατηγικός εταίρος. Οι δύο χώρες έχουν πάψει προ πολλού να έχουν κοινά συμφέροντα και αξίες και οι σχέσεις τους χαρακτηρίζονται από πρωτοφανή έλλειψη εμπιστοσύνης. Σημεία τριβής, λόγω διαφορετικών αντιλήψεων και επιμέρους συμφερόντων, υπήρχαν πάντοτε στις σχέσεις των δύο χωρών. Αυτά όμως καλύπτονταν, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, από την απειλή της Σοβιετικής Ενωσης. Με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την απουσία κοινής απειλής, η Τουρκία από εταίρος μετατράπηκε σταδιακά σε ανταγωνιστή.
Η επαναξιολόγηση της αμερικανοτουρκικής σχέσης από το αμερικανικό κατεστημένο γίνεται με αξιοσημείωτη καθυστέρηση. Στην αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο εποχή οι Αμερικανοί συνέχισαν να βλέπουν την Τουρκία μέσα από το πρίσμα του Ψυχρού Πολέμου. Μέχρι και τις κυβερνήσεις Μπους και Ομπάμα, οι ΗΠΑ θεωρούσαν την Τουρκία στρατηγικό εταίρο, με κοινά συμφέροντα και αξίες και εξαγώγιμο πρότυπο δημοκρατίας για τον ισλαμικό κόσμο. Οι προσδοκίες, όμως, των Αμερικανών για την Τουρκία διαψεύσθηκαν γρήγορα. Οι ΗΠΑ είχαν υπερεκτιμήσει τις δυνατότητες της Τουρκίας και είχαν υποτιμήσει τον βαθμό απομάκρυνσης από τη Δύση της μετακεμαλικής ηγεσίας της. Η Τουρκία απέτυχε να διευρύνει την επιρροή της στην Κεντρική Ασία και, ακόμη περισσότερο, να ηγηθεί του ισλαμικού κόσμου. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να απομακρύνεται από τη Δύση και τη δημοκρατία.
Στην προσπάθειά της να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη και να μεταβάλει τις ισορροπίες ισχύος στην ευρύτερη περιοχή, άρχισε να συγκρούεται με τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Από το Ιράκ και το Συριακό, τους Κούρδους της Συρίας, τις κυρώσεις εναντίον του Ιράν, το Παλαιστινιακό, τις σχέσεις με την Αίγυπτο και τα εξοπλιστικά προγράμματα, η Τουρκία κινείται σε αντίθετη τροχιά από τις ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Τουρκία θεωρεί ότι η αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή αποσταθεροποιεί την περιοχή και απειλεί την εδαφική ακεραιότητα του τουρκικού κράτους. Και κατηγορεί ευθέως τις ΗΠΑ ότι υποθάλπουν τον Γκιουλέν, τον στρατηγικό νου του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016.
Η αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν και ο απροκάλυπτος αυταρχισμός του μετά το πραξικόπημα έχουν επιβαρύνει περαιτέρω τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Το αμερικανικό κατεστημένο θεωρεί ότι αυτές οι μεταβολές δεν είναι επιφανειακές αλλά δομικές. Επιπλέον, η προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία αντιβαίνει το consensus που διαμορφώνεται στο ΝΑΤΟ για τις προκλήσεις που θέτει η αναθεωρητική Ρωσία στη Συμμαχία και τα συμφέροντά της.
Σε βαθμό που στην Ουάσιγκτον να θεωρούν ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον στρατηγικός εταίρος στον νέο ανταγωνισμό Αμερικής – Ρωσίας.
Οι μεταβολές αυτές δημιουργούν νέα δεδομένα για την ελληνική εξωτερική πολιτική. Σημαίνουν περαιτέρω αναβάθμιση του γεωπολιτικού μας ρόλου και σύσφιγξη των σχέσεων με τις ΗΠΑ. Η πολιτική ελίτ της χώρας ευτυχώς φαίνεται να αντιλαμβάνεται τις ευκαιρίες. Οι πολιτικοί, όμως, είναι καταναλωτές ιδεών. Η χώρα χρειάζεται μια συνολική και συνεχή αποτίμηση των πλανητικών και περιφερειακών ισορροπιών και επαναχάραξη της εθνικής στρατηγικής.
Αυτή η παραγωγή σκέψης είναι η μεγάλη πρόκληση για την αξιόλογη διεθνολογική κοινότητα του τόπου.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, πρώην υπουργός