Πρώτα τα καλά νέα. Στις τελευταίες του εκτιμήσεις για τις ευρωεκλογές, που έδωσε στη δημοσιότητα πριν από λίγες ημέρες, το Ινστιτούτο Κόνραντ Αντενάουερ προβλέπει ότι το 64%-68% των ευρωβουλευτών θα εξακολουθήσει και μετά τον Μάιο να ανήκει σε μετριοπαθείς πολιτικές ομάδες (Λαϊκό Κόμμα, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι, Κίνημα Μακρόν). Το ΕΛΚ και οι Σοσιαλιστές θα χάσουν κατά πάσα πιθανότητα την απόλυτη πλειοψηφία που από κοινού διαθέτουν σήμερα (αφού θα σημειώσουν και οι δύο πτώση, με τους Σοσιαλιστές να χάνουν ώς και το 30% της δύναμής τους), αλλά θα μπορούν πάντα να συμμαχήσουν με τους Πράσινους (που εμφανίζουν άνοδο) και/ή τους Φιλελεύθερους (όπου εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα για το τι θα κάνει το En Marche του Εμανουέλ Μακρόν).
Και τώρα τα κακά νέα. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που θα προκύψει από τις εκλογές του Μαΐου δεν θα στερείται μόνο των βρετανών ευρωβουλευτών, δεδομένου ότι δύο μήνες νωρίτερα το Ηνωμένο Βασίλειο θα έχει αποχωρήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από την Ενωση. Θα χαρακτηρίζεται και από μια ισχυρή παρουσία των άκρων. Η Ακρα Δεξιά και η Ακρα Αριστερά μαζί αναμένεται να λάβουν πάνω από 20%, το οποίο μπορεί να φτάσει και το 27% αν το (απρόβλεπτο) Κίνημα των Πέντε Αστέρων συγκροτήσει κοινή ομάδα με την Αριστερά. Οι αθροίσεις αυτές βέβαια είναι αυθαίρετες. Δίνουν όμως μια εικόνα της υποχώρησης της «συστημικής ψήφου».
Παρ’ όλα αυτά, στην καρδιά της Ευρώπης δεν φαίνεται να ανησυχούν. Η εικόνα που αποκόμισα από ένα τετραήμερο αυτή την εβδομάδα στο Στρασβούργο είναι πως η κατάσταση θεωρείται ελεγχόμενη. Καλό θα είναι βέβαια να συμβεί «κάτι» μέχρι τις ευρωεκλογές. Να κάνει πίσω η Ιταλία, για παράδειγμα, κατά προτίμηση γύρω στον Μάρτιο. Δεδομένου ότι στη χώρα αυτή, αντίθετα με την Ελλάδα, το χρέος χρηματοδοτείται από τους πολίτες, μια σκληρή αντίδραση των αγορών αναμένεται να κάνει τον Σαλβίνι να καταπιεί τα λόγια του και να αναζητήσει έναν συμβιβασμό με την Κομισιόν.
Μια άλλη θετική εξέλιξη μπορεί να έλθει από τη Γαλλία. Μπροστά στο φάσμα της ήττας του από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν, ο πρόεδρος Μακρόν είναι υποχρεωμένος κάτι να κάνει. Οπως λένε οι άνθρωποί του, «η Ευρώπη έχει πολύ μεγάλη ανάγκη από μια ισχυρή συμβολική κίνηση, από μια έκπληξη που θα παρασύρει τους πολίτες, και κυρίως τους νέους».
Ο θεσμός του Spitzenkandidat, η ιδέα δηλαδή να κερδίζει την προεδρία της Κομισιόν το κόμμα που αποσπά τις περισσότερες έδρες στις ευρωεκλογές, δεν έπεισε τους πολίτες ότι η Ευρώπη έγινε πιο δημοκρατική. Επιπλέον, οι νέοι συσχετισμοί μπορεί να καταργήσουν στην πράξη αυτόν τον θεσμό. Επειδή λοιπόν ούτε ο Μάνφρεντ Βέμπερ ούτε ο Φρανς Τίμερμανς (οι υποψήφιοι των δύο μεγάλων ευρωπαϊκών κομμάτων) μαγνητίζουν ακριβώς τα πλήθη, αρχίζει να συζητείται ένα σενάριο που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν ανεδαφικό. Διευκολύνεται όμως από τις τελευταίες εξελίξεις στη Γερμανία.
Ο ρόλος της Μέρκελ
Το σενάριο αυτό, όπως μου το περιέγραψε ανώτατος παράγων της ευρωπαϊκής σκηνής, έχει ως εξής. Κάποια στιγμή στην αρχή του επόμενου καλοκαιριού, οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες ανακοινώνουν την πρόθεσή τους να αποχωρήσουν από την κυβέρνηση για να γλιτώσουν από την απόλυτη καταστροφή. Τότε ή θα πραγματοποιηθούν πρόωρες εκλογές ή θα γίνει προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας κυβερνητικός συνασπισμός στα χρώματα της Τζαμάικας, μια συμμαχία δηλαδή Χριστιανοδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων. Σε κάθε περίπτωση, η Ανγκελα Μέρκελ θα αποχαιρετήσει την πολιτική σκηνή της Γερμανίας.
Θα πάει σπίτι της; Οχι αναγκαστικά. Με τη δυναμική ομιλία που εκφώνησε την περασμένη Τρίτη στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έδειξε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι δεν θα συγκατοικήσει εύκολα στο Βερολίνο με έναν πρόεδρο του CDU που θα έχει τελείως διαφορετική πολιτική φιλοσοφία από εκείνη. Δεύτερον, ότι θέλει – επιτέλους – να κάνει πράγματα στην Ευρώπη και για την Ευρώπη. Τάχθηκε υπέρ ενός ευρωπαϊκού στρατού, υποσχέθηκε ότι θα ολοκληρώσει σύντομα την τραπεζική ένωση μαζί με τον Μακρόν, μίλησε με θέρμη για την ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής. «Πρέπει να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας» διακήρυξε για άλλη μία φορά, απαντώντας εμμέσως στον πρόεδρο Τραμπ (και αποδοκιμαζόμενη από ακροδεξιούς ευρωβουλευτές).
Κι αν τα κάνει όλα αυτά από τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου;
Ιδού λοιπόν το σενάριο. Η καγκελάριος διαδέχεται τον ερχόμενο Αύγουστο τον Ντόναλντ Τουσκ. Ο Μάνφρεντ Βέμπερ δεν επιτυγχάνει την απαραίτητη πλειοψηφία για να εκλεγεί πρόεδρος της Κομισιόν και για παρηγοριά τού αντιπροτείνεται η θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Και στη θέση του Γιούνκερ προωθείται ο εκλεκτός του Μακρόν. Θα είναι ο Μισέλ Μπαρνιέ, ενισχυμένος από μια συμφωνία που θα έχει κλείσει για το Brexit; Θα είναι ένα πρόσωπο – έκπληξη;
Η ταχύτητα της Ελλάδας…
Μια τέτοια ηγεσία θα μπορούσε να δώσει στην ΕΕ την ώθηση που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τόσο τους ανταγωνιστές της (την Κίνα, τη Ρωσία, το αποσχισμένο Ηνωμένο Βασίλειο) όσο και τους υπονομευτές της (τους εθνικολαϊκιστές της Ιταλίας και της Ανατολικής Ευρώπης, την Ακροδεξιά και τον πρόεδρο Τραμπ). Για να συμβεί αυτό, θα χρειαστεί να προχωρήσει αφενός η θέσπιση της ενισχυμένης πλειοψηφίας για τη λήψη των μεγάλων αποφάσεων και αφετέρου το μοντέλο των δύο ταχυτήτων.
Θα βρίσκεται η Ελλάδα στην πρώτη ταχύτητα; Αυτό θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, αλλά και από μια θεμελιώδη προϋπόθεση που νομίζαμε ότι είχε φύγει από την εξίσωση: να παραμείνει η χώρα μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Γιατί αν αρκετοί ευρωπαίοι αξιωματούχοι μιλούν με καλά λόγια για την κυβέρνηση Τσίπρα, εκφράζοντας μάλιστα και την έκπληξή τους για την επιβίωση της Ελλάδας παρά την πολιτική της σκληρής λιτότητας που αναγκάστηκε να εφαρμόσει, την ίδια στιγμή δεν κρύβουν την ανησυχία τους για το τι θα συμβεί αν η ελληνική κυβέρνηση «ροκανίσει» μέσω της παροχολογίας το μαξιλάρι ασφαλείας που διαθέτει σήμερα και αναγκαστεί να ζητήσει χρήματα. Ποιος θα της δανείσει; Πόση αλληλεγγύη θα περιμένει να εισπράξει από μια Ευρώπη με ενισχυμένη Ακροδεξιά;
…και τα μεγάλα αγκάθια
Η υποστήριξη που φαίνεται να παρέχει η Ευρώπη στην ελληνική κυβέρνηση δεν ισοδυναμεί και με ψήφο εμπιστοσύνης. Κανείς δεν είναι σίγουρος, για παράδειγμα, για το αν ο Αλέξης Τσίπρας θα φέρει τη συμφωνία των Πρεσπών στη Βουλή ή θα βρει μια δικαιολογία για να προκηρύξει εκλογές νωρίτερα. Ανησυχίες εκφράζονται για τις συνεχιζόμενες δικαστικές περιπέτειες του πρώην προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου. Οπως και ενοχλήσεις για την αύξηση του ρόλου της Κίνας στα ελληνικά πράγματα. Τι συμβαίνει – αναρωτιόταν προχθές με νόημα ένας αξιωματούχος – με την ηλεκτρική διασύνδεση Κρήτης – Αττικής;
Ενα από τα σενάρια του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ μετρά τη δύναμη των κομμάτων περιλαμβάνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στις τάξεις του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι γερμανοί φίλοι μας υιοθετούν, καθώς φαίνεται, τη γνωστή θεωρία περί «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του κυβερνώντος κόμματος. Αλήθεια, μήπως πήρε τ’ αφτί τους κάτι περί Σημίτη;