«Ολοι οι θεοί είναι νεκροί, εκτός από τον θεό του πολέμου». Η φράση, παρότι ανήκει στον αμφιλεγόμενο αμερικανό ακτιβιστή Ελντριτζ Κλίβερ, ταιριάζει απόλυτα στο καμπανάκι που ακούστηκε την περασμένη εβδομάδα στο Παρίσι, στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. «Ας θυμόμαστε! Ας μην ξεχάσουμε! Βρισκόμαστε εκατό χρόνια έπειτα από μια σφαγή, η ουλή της οποίας είναι ακόμη ορατή στο πρόσωπο του κόσμου», ήταν τα λόγια του Εμανουέλ Μακρόν, με τον πρόεδρο της Γαλλίας να προχωράει σε ανοιχτό διαχωρισμό ανάμεσα στον πατριωτισμό και τον εθνικισμό. Ισως το μήνυμα ήταν πιο αναγκαίο από ποτέ. Ολος ο πλανήτης μοιάζει πλέον όλο και πιο πολύ μπλεγμένος σε ένα δίχτυ εθνικισμού και λαϊκισμού. Και παρά την παρουσία Τραμπ στο τιμόνι της μεγαλύτερης δυτικής δύναμης, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά στον «παλιό κόσμο», την Γηραιά Ηπειρο -οικονομική κρίση, Μεταναστευτικό και τρομοκρατία επιστρέφουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες στα άκρα που, εδώ και χρόνια, βρίσκονταν στο περιθώριο.
Η ιταλική Λέγκα και η (θολωμένη) Ελλάδα
Εν αναμονή της εφαρμογής της βρετανικής απόφασης, η Ευρώπη βλέπει τους πολίτες της Ενωσης να εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε πολιτικά κόμματα που μιλούν με παλιά επιχειρήματα περί εθνικής ανωτερότητας, διαστρεβλώνουν την έννοια της εθνικής αξιοπρέπειας – και, κυρίως, που απαξιώνουν πλήρως την κοινή πορεία των κρατών – μελών τα τελευταία 60 χρόνια, ταυτίζοντας τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών με το όραμα της ενωμένης Ευρώπης. Η αρχή έγινε στην Ελλάδα, την περίοδο των «θολωμένων» μυαλών: οι ιαχές εναντίον της «μάνταμ Μέρκελ» τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, το «νόμισμα που δεν είναι φετίχ», η παρουσία ακροδεξιών στις «αγανακτισμένες» πλατείες και οι επιθέσεις σε πολιτικούς οδήγησαν σε μια ευρύτερη αντίδραση προς την ευρωπαϊκή πολιτική – η οποία, σε λίγα χρόνια, ήταν ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην ιδιόμορφη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και στην άνοδο της Χρυσής Αυγής που σήμερα, έπειτα από τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις, έχει καθιερωθεί γύρω στο 7%.
Τα λαϊκιστικά και τα εθνικιστικά κόμματα της υπόλοιπης Ευρώπης πήραν επικοινωνιακό παράδειγμα από την ελληνική περίπτωση και από την πολιτική που ακολούθησε η χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015. Η ιταλική Λέγκα, που κάποτε γραφικά επέμενε στον διαχωρισμό του πλούσιου ιταλικού Βορρά από τον φτωχό Νότο, συμμετέχει πλέον στην κυβέρνηση της γειτονικής χώρας με τα γνωστά αποτελέσματα – και κέρδισε σημαντικό πολιτικό έδαφος στη Σικελία, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι τα υψηλότερα. Βάσισε τη δυναμική της, που έφτασε το 17,4%, στην αντιμεταναστευτική και την αντιευρωπαϊκή πολιτική, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα αριστερο-δεξιού προεκλογικού λόγου.
Ο (πάλαι ποτέ) σκανδιναβικός παράδεισος
Η ασθένεια του εθνικισμού έχει χτυπήσει ακόμα και τις χώρες με παράδοση στη σοσιαλδημοκρατία, οι οποίες ακόμα και σήμερα θεωρούνται «παράδεισος» να ζεις και να εργάζεσαι. Για πρώτη φορά η Σουηδία, με 17,6% ανέδειξε τους Σουηδούς Δημοκράτες ως κεντρική πολιτική δύναμη. Το κόμμα, που έχει νεοναζιστικές αναφορές, πέραν της απέχθειας προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, εκμεταλλεύθηκε την αίσθηση που καλλιεργείται κατά καιρούς στους Βορειοευρωπαίους: γιατί πρέπει να πληρώνουμε εμείς τα σπασμένα του άτακτου Νότου;
Στη Δανία, ο ηγέτης του Λαϊκού Κόμματος Κρίστιαν Τίλεσεν Νταλ είχε χαρακτηρίσει κάποτε το κόμμα του «αντιμουσουλμανικό». Πλέον κατέχει το 21% της ψήφου, παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, μιλάει ανοιχτά εναντίον της πολυπολιτισμικότητας και χρηματοδοτεί έρευνες για την τρομοκρατία, το Ισλάμ και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου – παρότι στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής επιμένει πως αυτοτοποθετείται «κεντροαριστερά». Οι ευρωσκεπτικιστές Φινλανδοί, από την άλλη, είναι ένα αμιγώς εθνικιστικό κόμμα που κέρδισε 18% στις τελευταίες εθνικές εκλογές, με τους αναλυτές να διαπιστώνουν ότι ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του προέρχεται από ψηφοφόρους αριστερών κομμάτων – έδωσε, εξηγούν, μια «ανανεωμένη κριτική απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό».
Εκείνοι που είπαν «ποτέ ξανά» (στους μετανάστες)
«Lugenpresse» – ελληνιστί, ο ψευδώμενος Τύπος. Η φράση είχε να ακουστεί στην πολιτική ζωή της Γερμανίας από την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος. Ομως οι Εναλλακτικοί για τη Γερμανία (AfD) την επανέφεραν, χρησιμοποιώντας την ως εναλλακτική του «fake news». Είναι ένα από τα πολλά πρώτα που διεκδικεί το AfD, στη χώρα που γέννησε τον ναζισμό και τους πολίτες που μαθαίνουν από νωρίς για τα φαντάσματα του παρελθόντος τους. Το AfD δεν μπορεί διά νόμου να δηλώσει νεοναζιστικό – και γι’ αυτό γεννήθηκε ως κόμμα εναντίον του ευρώ. Και των μεταναστών. Και των μουσουλμάνων. Και όλα αυτά αμφισβητώντας τις ακρότητες των ναζί. Μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές στη χώρα και τον Μεγάλο Συνασπισμό της Ανγκελα Μέρκελ με το SPD, το AfD αναδείχθηκε σε βασικό αντιπολιτευτικό πόλο, κερδίζοντας το 12,6% του εκλογικού σώματος. Στην Αυστρία, η επιτυχία των εθνικιστών είναι ακόμα μεγαλύτερη. Το 26% του Κόμματος της Ελευθερίας το μετέτρεψε σε μικρό εταίρο της συντηρητικής κυβέρνησης, την οποία έστρεψε ακόμα πιο δεξιά, κυρίως σε ζητήματα εξωτερικής και μεταναστευτικής πολιτικής. Στη Γαλλία, το κύμα Μακρόν έκοψε τη φόρα του Εθνικού Μετώπου της Μαρί Λεπέν, όμως αυτό δεν σημαίνει πως ένα από τα πιο ξενοφοβικά, αντιευρωπαϊκά κόμματα σε ολόκληρη την ΕΕ δεν έχει πλέον μετατραπεί σε συστημική δύναμη, συγκεντρώνοντας 13% στις τελευταίες εκλογές.
Κύριο λόγο στο κάδρο, όμως, δεν έχει κανένας από όλους αυτούς. Ο Βίκτορ Ορμπαν, πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, κέρδισε άνετα τις περασμένες εκλογές με μια ατζέντα στην οποία κυριαρχούσε η αντιμεταναστευτική πολιτική. Η νίκη του, είπε σε ένα ρατσιστικό ντελίριο, είναι μια ευκαιρία ώστε οι Ούγγροι «να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και τη χώρα τους. Μια Ευρώπη με μεικτό πληθυσμό έχει χάσει την αίσθηση της ταυτότητάς της». Η δική του είναι η πιο ισχυρή φωνή από τις χώρες του Βίσεγκραντ (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), που αντιδρούν στα μεταναστευτικά σχέδια που ετοιμάζουν οι Βρυξέλλες. Την ίδια ώρα, η ουγγρική Χρυσή Αυγή, το Γιόμπικ, πήρε 19% στις τελευταίες εκλογές.
Στον αντίποδα του εθνικιστικού ρεύματος, η κριτική που γίνεται στις δημοκρατικές ευρωπαϊκές δυνάμεις αφορά κυρίως την ατολμία τους, τη δυσκολία τους να απομονώσουν τα φαινόμενα και κυρίως, να συνεργαστούν μεταξύ τους για να τα αποτρέψουν. Με τη σοσιαλδημοκρατία σε συνεχή πτώση, ένα μέρος της ευθύνης επωμίζονται και οι συντηρητικοί, που, σύμφωνα με μια άποψη στο εσωτερικό τους, πρέπει να διαχωρίσουν πλήρως τη θέση τους από τις ακραίες θέσεις.
Κυρίως, όμως, φαίνεται πως οι πολίτες έχουν αρχίσει να ξεχνούν. Και, κατά τον Σαίξπηρ, «ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος».