Ο ένας έχει γράψει βιβλία και σημειώματα για την περίοδο της διακυβέρνησής του. Κι όμως, όλοι του ζητούν να βγει και να πει περισσότερα. Ο άλλος, από την ημέρα που εγκατέλειψε τον πρωθυπουργικό θώκο, δεν έχει μιλήσει για τίποτα. Κι όμως, κανείς δεν του ζητεί τίποτα περισσότερο από τη σιωπή του. Οι δύο ανώτατοι κυβερνητικοί παράγοντες διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον, είχαν υπουργούς που «έβαλαν το χέρι στο μέλι» και μοιράζονται το ίδιο όνομα. Δεν θα μπορούσαν, όμως, να διαφέρουν περισσότερο μεταξύ τους. Ο Κώστας Σημίτης και ο Κώστας Καραμανλής βρίσκονται σήμερα, για άλλη μια φορά, στο πεδίο της δημόσιας συζήτησης, εργαλεία σε έναν βρώμικο πόλεμο που ξεκίνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στους πολιτικούς της αντιπάλους.
Ο Σημίτης αρνήθηκε τον ρόλο που του επεφύλαξαν επιχειρώντας την προσωπική στοχοποίησή του. Η στάση του θεωρήθηκε από στελέχη που θήτευσαν κοντά του βαθιά πολιτική, καθώς αρνήθηκε να εντάξει την παράταξη από την οποία προέρχεται στο κάδρο της σκανδαλολογίας. Η δήλωσή του περί «περιστασιακών ενοίκων της εκτελεστικής εξουσίας» ενόχλησε τον Αλέξη Τσίπρα περισσότερο απ’ όσο άφησε να φανεί. Εξού και η απάντησή του, στην τελευταία συνεδρίαση της Βουλής, απευθυνόταν τόσο στη Φώφη Γεννηματά όσο και στον πρώην πρωθυπουργό – και αυτό παρότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Νίκος Φίλης, επισημαίνουν δημοσίως ότι «άλλο οι πολιτικές διαφωνίες και άλλο η αμφισβήτηση της προσωπικής εντιμότητας» του πρώην πρωθυπουργού.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Χθες, όπως αναμενόταν, ο Κώστας Σημίτης είχε ένα τετ α τετ με ιδιαίτερο συμβολισμό με την επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά στη Βουλή. «Ματαιοπονούν. Θα μείνουν με τη λάσπη στα χέρια. Θα μας βρουν μπροστά τους» ήταν τα λόγια της κατά την έξοδό της από το γραφείο του. «Εύχομαι την επόμενη φορά να συναντηθούμε για πιο ευχάριστα πράγματα» είπε ο Σημίτης με νόημα στους δημοσιογράφους πριν από τη συνάντησή τους.
Οι δυο τους γνωρίζουν ότι οι επιθέσεις δεν θα σταματήσουν, όμως η πολιτική επιλογή της Χαριλάου Τρικούπη είναι να υπερασπιστεί με όσα μέσα διαθέτει το παρελθόν και την παρακαταθήκη της δημοκρατικής παράταξης, που, όπως εξηγούν οι επιτελείς, είναι πολύ μεγαλύτερη από υποθέσεις όπως αυτή του Ακη Τσοχατζόπουλου και του Γιάννου Παπαντωνίου. «Η ταύτιση της ατομικής συμπεριφοράς και της ατομικής επιλογής και της ατομικής επιλογής ελάχιστων στελεχών με το σύνολο της παράταξης προδίδει φασιστική αντίληψη και ολοκληρωτική μεθοδολογία», ανέφεραν χαρακτηριστικά σε άτυπη ενημέρωση, τονίζοντας πως η κυβέρνηση έκανε το μεγάλο λάθος με την «προκλητική προσπάθεια παραπομπής του Κώστα Σημίτη» για την υπόθεση C4I. Μιλούν ακόμα για τη δημιουργία ενός «παραθεσμικού συστήματος», με «έδρα τα υπόγεια του Μαξίμου και εκτελεστικό βραχίονα τον “Ρασπούτιν”». Δημιουργούν, με άλλα λόγια, ένα «μέτωπο που συγκροτείται από τον ΣΥΡΙΖΑ και συμμάχους του στη Δεξιά και την Ακροδεξιά» αναφερόμενοι στην καραμανλική πτέρυγα.
ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΣΤΑΘΜΑ. Είναι, μάλιστα, αποφασισμένοι να εκκινήσουν διαδικασίες εντός και εκτός Βουλής. Και αυτό γιατί, ειδικά για το C4I, θεωρούν πως τηρήθηκαν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες μάλιστα, που έδωσε την εντολή για άνοιγμα των λογαριασμών του Κώστα Σημίτη, μελών της οικογένειάς του και στελεχών της κυβέρνησής του, δεν είναι και τόσο ανεξάρτητη, καθώς τα μέλη της διορίζονται με κοινή απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του υπουργού Οικονομικών. Παράλληλα, τονίζεται ότι η υπόθεση του συστήματος ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, που μέχρι σήμερα δεν έχει αποδειχθεί πως έχει κάτι το επιλήψιμο, «έχει ημερομηνία ανάθεσης και ημερομηνία παραλαβής του εξοπλισμού. Η κυβέρνηση επιλέγει να ερευνά τις συνθήκες ανάθεσης, αλλά όχι αυτές της παραλαβής» επισημαίνουν στη Χαριλάου Τρικούπη. Το βούλευμα μάλιστα, που δεν έφτασε ποτέ στη Βουλή και που ήρθε τις τελευταίες ημέρες στη δημοσιότητα, κάνει αναφορά σε τρεις υπουργούς της κυβέρνησης Καραμανλή, τους Βύρωνα Πολύδωρα, Προκόπη Παυλόπουλο και Χρήστο Μαρκογιαννάκη. Παρότι οι τυχόν ευθύνες τους διερευνήθηκαν στο πλαίσιο της Εξεταστικής, το βούλευμα που τους αναφέρει εξαφανίστηκε από τη δικογραφία. Θέμα για το οποίο το Μέγαρο Μαξίμου τηρεί σιγήν ιχθύος. Την ίδια σιγή που τηρεί και ο πολιτικός τους προϊστάμενος ήδη από το 2009.