Θεωρώ τον Κώστα Σημίτη, μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, από τους πιο σημαντικούς πρωθυπουργούς της μεταπολεμικής Ελλάδας. Κατόρθωσε σε έναν σημαντικό βαθμό να εκσυγχρονίσει με δημοκρατικό τρόπο όχι μόνο την οικονομία, αλλά και πιο γενικά την πολιτική κουλτούρα της χώρας. Το βλέπει κανείς, στο εσωτερικό, στα επιτεύγματα της διακυβέρνησής του σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό και τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης (δημιουργία Ανεξάρτητων Αρχών, ΚΕΠ και άλλα), μέχρι τα δημόσια έργα που οδήγησαν στη σημαντική ανάπτυξη του οδικού δικτύου και της μετακίνησης. Στο εξωτερικό, στην ένταξη της Ελλάδας και της Κύπρου στην ΟΝΕ. Με δύο λόγια, προσπάθησε με επιτυχία να φέρει τη χώρα πιο κοντά στις ανεπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες. Η χώρα απέκτησε σημαντικό κύρος στην Ευρώπη. Κύρος που σιγά σιγά αμβλύνθηκε όταν έληξε η οκτάχρονη πρωθυπουργική θητεία του.
Η προσπάθεια σπίλωσης της προσωπικότητάς του δεν είναι μόνο άδικη και παράλογη, αλλά είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στα οποία στόχευαν οι εχθροί του. Αντί να αποδιοργανωθεί περαιτέρω το Κίνημα Αλλαγής το συσπείρωσε. Είναι αλήθεια ότι ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ξένο στοιχείο στο «βαθύ ΠΑΣΟΚ» και δεν μπόρεσε να ελέγξει πλήρως το κόμμα του. Αλλά στη διάρκεια της μακρόχρονης πολιτικής πορείας του κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε την εντιμότητά του. Για όλους τους πολίτες, τους φίλους και αντιπάλους, παραμένει ένα παράδειγμα ακεραιότητας, αντι-μικροκομματικής νοοτροπίας και αντι-λαϊκισμού.