Το «Masterclass» του Τέρενς ΜακΝάλι (Terrence McNally, 1938) πρωτοπαρουσιάστηκε το 1995 στη Φιλαδέλφεια με τη Ζόε Κάλντγουελ, γνωρίζοντας επιτυχία και αναγνώριση (βραβείο Τony). Το έργο δεν άργησε να παιχτεί και στην Ευρώπη, με κορυφαίο το ανέβασμα στο Παρίσι του Ρόμαν Πολάνσκι, με τη Φανί Αρντάν στον ρόλο της Κάλλας. Στην Αμερική το έπαιξε και η Φέι Ντάναγουεϊ, ενώ στην Αθήνα το είδαμε τη σεζόν 1997-98 με την Κάτια Δανδουλάκη, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Ο ογδοντάχρονος σήμερα αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος εμπνεύστηκε το «Masterclass» από ένα πραγματικό γεγονός: Το σεμινάριο που δίδαξε η Μαρία Κάλλας στη Μουσική Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης το 1971-’72. Για τη μεγαλύτερη ντίβα της όπερας είχε προηγηθεί μια σειρά από δραματικά, για τη ζωή της, γεγονότα: η (εμπορική) αποτυχία της στην κινηματογραφική «Μήδεια» του Παζολίνι, ο γάμος του Αριστοτέλη Ωνάση με την Τζάκι Κένεντι.
Αν και ο ίδιος θαυμαστής της Κάλλας – είχε ξαναγράψει έργο για εκείνη («The Lisbon Traviata», 1989) θέλοντας να την τιμήσει -, με το «Masterclass» η πρόθεσή του διαφοροποιείται.
Μέσα από το κείμενό του επιχειρεί να παρουσιάσει το άλλο πρόσωπο της ντίβας. Πρόθεσή του είναι να εμφανίσει στη σκηνή τις αδυναμίες, τα αρνητικά, τις υπερβολές και τις εμμονές της, με αφετηρία την απελπισία, τον πόνο, τη θλίψη και την απογοήτευσή της. Η Κάλλας στο (δικό του) σεμινάριο είναι μια γυναίκα στα όρια της κατάρρευσης και ένα βήμα πίσω από την κατάθλιψη. Βασισμένος σε στοιχεία και γεγονότα, δίνει έμφαση στο εσωτερικό της δράμα.
Το κείμενο του Στρατή Πασχάλη, εξαιρετικά προσεγμένο, όπως όλα του λογοτέχνη, ποιητή και μεταφραστή, φτάνει με την αμεσότητα του λόγου του στον θεατή. Και γίνεται ένα με την παράσταση και κυρίως με την ηθοποιό που το ερμηνεύει.
Η Μαρία Ναυπλιώτου μεταμορφώνεται σε αυτό που ο συγγραφέας αποτυπώνει στο «Masterclass»: Μια γυναίκα απελπισμένη, που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με το «τώρα» της, κουβαλώντας όλες τις πληγές της: την άσχημη νεανική εμφάνιση που τη σημάδεψε ως χοντρή, τις δύσκολες σχέσεις με τη μητέρα και την αδελφή της, τους έρωτες που την πλήγωσαν και την απογοήτευσαν, το παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ, τον μοιραίο άνδρα που τη στιγμάτισε. Και μαζί τη μεγάλη της πορεία προς τη δόξα. Αναμνήσεις μπερδεμένες, μεγάλα θέατρα, ένδοξες παραστάσεις, η Σκάλα του Μιλάνου.
Σαν να ταυτίζεται με την Κάλλας, η Ναυπλιώτου μεταφέρει επί σκηνής το νεύρο και την ειρωνεία της, το απαιτητικό και σκληρό του χαρακτήρα της, τις αδυναμίες και τις ήττες της. Πάλλεται ολόκληρη, συγκινεί και καθηλώνει καθώς μεταβάλλεται συναισθηματικά και ψυχικά, παίρνοντας τελικά και τη μορφή της. Στην παράσταση, που σκηνοθετεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, η Κάλλας, έτσι όπως την είδε ο ΜακΝάλι, είναι εκεί, μαζί με τις μουσικές της.
Επιτυχημένες οι επιλογές των τριών μαθητών – οι σοπράνο Βάσια Ζαχαροπούλου (με τη λιτότητά της) και Λητώ Μεσσήνη (με την εξωστρέφειά της) και ο τενόρος Νικόλας Μαραζιώτης (με την ευαισθησία του). Σαν μικρές χρωματιστές πινελιές στο σκηνικό τοπίο συνεπικουρούμενες από τον πιανίστα Πέτρο Μπούρα και τον Βαγγέλη Δαούση.
Τα προσόντα του Μάρκου Σεφερλή
Τελικά, αντί να «Ζητείται ψεύτης», ζητείται ειλικρινής. Κάπου ανάμεσα στην παραγωγή και στον Μάρκο Σεφερλή χάθηκε η μπάλα μιας παράστασης που είχε ανακοινωθεί εδώ και μήνες – και μάλιστα με τυμπανοκρουσίες. Λες και επρόκειτο στο έργο του Δημήτρη Ψαθά να έρθει και παίξει στην Αθήνα ο αναστημένος Τσάρλι Τσάπλιν. Συνήθεις υπερβολές και έλλειψη μέτρου…
Να όμως που ο Μάρκος Σεφερλής μπήκε και βγήκε από το Παλλάς με τον ίδιο τρόπο: Με θόρυβο. Οι δύο πλευρές, χαμένες στη μετάφραση των συμφωνιών, των συμβάσεων και των λοιπών διευθετήσεων, έφτασαν στα μαχαίρια. Και ο «μεγάλος πρωταγωνιστής» επιστρέφει στη βάση του, σε αυτά που ξέρει και κυρίως σε αυτά που ελέγχει μόνος του. Αλλωστε δεν συνηθίζει να παίζει σε έργα άλλων, προτιμά τα δικά του.
Ο Σεφερλής ανήκει στο είδος εκείνο των καλλιτεχνών που διαθέτουν «λαϊκό» πρόσημο. Κάτι ανάμεσα σε σαλτιμπάγκο, αρτίστα δρόμου, ηθοποιού στο μπουλούκι, αλλά και παραγωγού, θιασάρχη, πρωταγωνιστή, που πιστεύει ότι μπορεί αλλά και θέλει να τα κάνει όλα μόνος του, με τον δικό του τρόπο, κυρίως όμως με το δικό του γούστο και με το δικό του ταμείο.
Γράφει, σκηνοθετεί, παίζει, τραγουδάει, μιμείται, λέει ανέκδοτα, κάνει παιχνίδι με το κοινό χρησιμοποιώντας σεξουαλικά υπονοούμενα, αστεία εφηβικού τύπου και ΚΨΜ. Σαν να έρχεται κατευθείαν από την εποχή της βιντεοκασέτας… Η περσόνα του υπερασπίζεται το κλασικό και εξαιρετικά ξεπερασμένο είδος «άνδρας με τα όλα του». Κι αν δεν είναι ωραίος, έχει άλλα προσόντα.
Δεν είναι πρωτότυπο το είδος του. Εντός και εκτός Ελλάδας το έχουν υπηρετήσει πολλοί, με λιγότερη ή περισσότερη επιτυχία, χρωματίζοντας τα κείμενά τους με μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνικο-πολιτική χροιά. Πράγματι ο Σεφερλής έχει γκελ στον κόσμο, στον κόσμο που γεμίζει το Περοκέ όπως γεμίζει το καλοκαίρι και το Δελφινάριο – μπορεί να έχει και ταλέντο. Για να προσφέρει μια αυτοαποκαλούμενη επιθεώρηση όπου όλα επιτρέπονται γιατί ο ίδιος έχει καλή καρδιά.
Παράλληλα ξέρει να πουλάει καλά τον εαυτό του, όπως και τις παραστάσεις του στα κανάλια. Γιατί μετράει τον εαυτό του ποσοτικά. Με την όποια δύναμη διαθέτει θέλει να κρατά το κοινό εκεί ακριβώς που είναι. Να μην ξυπνήσει. Αρκεί να γελάει και να περνάει καλά. Μίλησε κανείς για ποιότητα, γούστο και αισθητική;
Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης
Σκηνοθεσία: Οδυσσέας Παπασπη-λιόπουλος
Σκηνικά: Ολγα Μπρούμα
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Πέτρος Μπούρας
Κοστούμι: Βασίλης Ζούλιας
Ερμηνεία: Μαρία Ναυπλιώτου
Συμμετέχουν: Βάσια Ζαχαροπούλου/Εύα Γαλογαύρου (σοπράνο Α), Λητώ Μεσσήνη/Δάφνη Δαυίδ (σοπράνο Β), Νικόλας Μαραζιώτης (τενόρος), Πέτρος Μπούρας/Αλέξανδρος Αβδελιώδης (πιανίστας), Βαγγέλης Δαούσης.
Πού: Θέατρο Μικρό Χορν, Αμερικής 10, τηλ. 211-8005.141.