Η ικανότητα μιας χώρας να διαχειρίζεται έκτακτες καταστάσεις έχει μεν υψηλή σημασία για τη δική της εσωτερική ασφάλεια και ευημερία, αλλά αντανακλά και τη διεθνή της εικόνα, γόητρο και ισχύ. Για την Ελλάδα που θα συνεχίσει να βρίσκεται γεωγραφικά στη γραμμή επαφής Βορρά και Νότου, με «διαπερατά» σύνορα λόγω γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων και να αποτελεί διαμετακομιστικό κέντρο ή τελικό προορισμό ανθρώπων και παράνομων αγαθών, η εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των υπηρεσιών ασφαλείας αποτελεί ζήτημα υψηλής προτεραιότητας.
Η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει ένα ευρύ φάσμα προκλήσεων και απειλών εσωτερικής ασφαλείας, όπως πληθυσμιακές μετακινήσεις, τρομοκρατικές επιθέσεις εσωτερικής προέλευσης, χωρίς να μπορεί να αποκλειστούν και έξωθεν ενέργειες, προβλήματα πολιτικής και ενδεχομένως θρησκευτικής ριζοσπαστικοποίησης, καθώς και την αυξανόμενη διασύνδεση παραδοσιακής εγκληματικότητας και πολιτικής βίας (ανάγκη αντιμετώπισης προκλήσεων και απειλών που ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τους πέντε στρατηγικούς στόχους που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας).
Πέραν των «κλασικών» απειλών για την εσωτερική ασφάλεια, η θεματική ατζέντα των κρίσεων του μέλλοντος αφορά ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα πιθανών προβλημάτων που μπορεί να προέρχονται από πολιτική, οικονομική, κοινωνική -ακόμα και περιβαλλοντική – αστάθεια στο εγγύς της Ελλάδας περιβάλλον, αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Η ταχύτητα των εξελίξεων και η ανάγκη για άμεση αντίδραση σε περιπτώσεις κρίσεων καθιστούν αναγκαία την ύπαρξη και την αποτελεσματική λειτουργία ενός κεντρικού – και ευέλικτου – μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων, με άμεση πρόσβαση σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς τόσο σε επίπεδο χειριστών όσο και σε επίπεδο πολιτικής ηγεσίας και με βασικές αποστολές τον έγκαιρο εντοπισμό μιας κρίσης, την επεξεργασία σεναρίων αντίδρασης και τον αποτελεσματικό συντονισμό των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.
Βασική επιδίωξη θα πρέπει να αποτελέσει η γενικότερη αλλαγή νοοτροπίας και τρόπου λειτουργίας, η οποία συνδέεται άμεσα με την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στον τομέα της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης σε όλα τα επίπεδα. Επίσης, εξαιρετικά υψηλή προτεραιότητα θα πρέπει να αποτελέσει η επίτευξη επαρκούς διακλαδικότητας μεταξύ των εμπλεκόμενων υπηρεσιών (ΕΛ.ΑΣ., Πυροσβεστική, Λιμενικό, ΕΥΠ, αλλά και Τοπική Αυτοδιοίκηση), τόσο όσον αφορά τον επιχειρησιακό συντονισμό κατά τη διάρκεια έκτακτων καταστάσεων, όσο και τη συνεργασία για την προληπτική αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων ασφαλείας. Και εδώ θα πρέπει να αναζητηθούν λύσεις θεσμικού χαρακτήρα και όχι προσωπαγείς, με έμφαση στην συν-εκπαίδευση και τη συναντίληψη.
Εξάλλου, ιδιαίτερα χρήσιμες θα είναι και οι διεθνείς συνεργασίες τόσο για την απόκτηση και ταχεία ενσωμάτωση τεχνογνωσίας όσο και γιατί ορισμένες προκλήσεις για την ελληνική ασφάλεια έχουν σημαντική διεθνή διάσταση (π.χ. παράτυπη μετανάστευση, διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, διεθνής τρομοκρατία) και δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με αμιγώς εθνικά μέσα. Η δε προσπάθεια αύξησης του επαγγελματισμού προϋποθέτει, βεβαίως, και τα αυτονόητα: αξιοκρατία, εξάλειψη κομματικών και συντεχνιακών παρεμβάσεων, αλλαγή νοοτροπίας πολιτικού κόσμου και ελληνικής κοινωνίας ως προς τον ρόλο και τη λειτουργία των υπηρεσιών ασφαλείας.
Οι οικονομικές και άλλες δυσκολίες της εποχής καθιστούν ακόμη σημαντικότερη την ανάγκη ενίσχυσης του θεσμικού και οργανωτικού σχήματος για τη διαχείριση έκτακτων καταστάσεων και τη συνολική αντιμετώπιση των πολυδιάστατων και πολυεπίπεδων προκλήσεων και απειλών για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια μέσω της επεξεργασίας και υιοθέτησης ενός Δόγματος Εσωτερικής Ασφαλείας, το οποίο ασφαλώς θα πρέπει να συνδέεται με τη – μη υπάρχουσα, προς το παρόν – πολιτική εθνικής ασφάλειας. Μόνον ένα συνολικό στρατηγικό σχέδιο που θα αφορά την ενίσχυση του θεσμικού μηχανισμού διαχείρισης του συνόλου των «παραδοσιακών» και «σύγχρονων» απειλών και κινδύνων μπορεί να προσφέρει μια πειστική και συγκροτημένη απάντηση όχι μόνο στα υφιστάμενα σύνθετα προβλήματα ασφάλειας, αλλά και σε όσα ακόμη πρόκειται να κάνουν την εμφάνισή τους στο – άμεσο; – μέλλον στην ασταθή γειτονιά που βρίσκεται η χώρα μας.
Ο Θάνος Π. Ντόκος είναι γενικός διευθυντής στο ΕΛΙΑΜΕΠ