Η πρώτη είσοδος στην Αλκυονίδα ήταν κάτι σαν τελετή μύησης στην ενηλικίωση. Μιλάμε για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τότε που αυτή η μετάβαση σήμαινε αυτόματα πολιτικοποίηση, εξοικείωση με την υψηλή κινηματογραφική τέχνη, ευαισθητοποίηση για τους αγώνες των επαναστατημένων αδελφών μας απανταχού της υφηλίου και βέβαια «Εμπρός της Γης οι κολασμένοι» και «Εξω τώρα οι Αμερικάνοι». Ή στο Στούντιο ή στην Αλκυονίδα παίρναμε το βάπτισμα του πυρός στην ψευτοεπανάσταση του αμπέχονου. Ειδικά μάλιστα από το σινεμά της Πλατείας Βικτωρίας αγοράζαμε και βιβλία – από ένα υποτυπώδες βιβλιοπωλείο στο φουαγέ του – τα τσιτάτα των οποίων παπαγαλίζαμε ασχέτως αν τα καταλαβαίναμε. Ωστόσο λίγοι γνωρίζουν ότι, εκτός από τις ιστορίες φοιτητικής αντίστασης και μεταπολιτευτικής «κουμμουνιστοσύνης», στην Αλκυονίδα το κουλτουριάρικο κοινό γνώρισε για πρώτη φορά το ελληνικό πορνογραφικό (λέμε τώρα) σινεμά. Ο συνάδελφος Ηλίας Κανέλλης, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε δημιουργήσει, μαζί με άλλους κινηματογραφόφιλους, τη «Σινεβίωση» και διοργάνωναν στην Αλκυονίδα τις πρώτες μεταμεσονύχτιες προβολές. Οι οποίες βέβαια δεν έσπαγαν και ταμεία μέχρι που αποφάσισαν να κάνουν μια βραδιά με «δύο ταινίες σεξ» και πάνελ για συζήτηση στο οποίο συμμετείχαν ο Βέλτσος και ο Ραφαηλίδης. Μαζεύτηκαν πάνω από 3.000 άτομα, ήρθε και η Αστυνομία για να διασφαλίσει την ασφάλεια. Στην ελληνική μάλιστα ταινία, το περίφημο «Σεξ 13 μποφόρ», πρωτακούστηκε το «Ζαρτιέρες, ζαρτιέρες και όχι ζαρντινιέρες». Το έλεγαν οι θεατές όταν η κάμερα, μετά τα πρώτα φουχτώματα, απομακρυνόταν από το εν δράσει σύμπλεγμα και ζούμαρε σε θάμνους και περικοκλάδες.
Η πιθανότητα να κλείσει η Αλκυονίδα είναι ένα ακόμη περιστατικό σε μια πόλη που σκοτώνει τη νοσταλγία της. Τη νοσταλγία μας όμως και την ιστορικότητα κάποιων χώρων δεν μπορεί να τη συντηρούν ιδιώτες όπως, εν προκειμένω, ο ιδιοκτήτης του ακίνητου. Είναι διατεθειμένο το κράτος να τη χρηματοδοτήσει ή, για άλλη μια φορά, θα περιοριστεί σε ευχολόγια;