«Οι χήρες» («Widows», ΗΠΑ). Σε ένα Σικάγο που φλέγεται από τον προεκλογικό πυρετό των δημοτικών εκλογών, με βασικούς αντιπάλους έναν λευκό από «τζάκι» και έναν μαύρο που στηρίζεται από την Εκκλησία (και οι δύο με ύποπτες διασυνδέσεις στον υπόκοσμο), οι χήρες τριών ληστών που σκοτώθηκαν εν ώρα «εργασίας» αποφασίζουν να αποδείξουν ότι δεν είναι αναλώσιμο είδος. Και πράγματι, αυτές οι τόσο ανόμοιες μεταξύ τους χήρες (Βαϊόλα Ντέιβις, Μισέλ Ροντρίγκεζ, Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι) είναι γυναίκες με χαρακτήρα, πυγμή, θάρρος και αποφασιστικότητα. Με το πρόσχημα μιας ληστείας την οποία οι τρεις γυναίκες αποφασίζουν να διαπράξουν για να ξεφύγουν από το οικονομικό τους αδιέξοδο, η ταινία του Στιβ ΜακΚουίν καταλήγει σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, κυριολεκτικά σε έναν ύμνο προς τη σύγχρονη γυναίκα που δεν σκύβει εύκολα το κεφάλι, που είναι πολύ πιο έξυπνη απ’ όσο θέλει να δείχνει και που μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Σε ορισμένες στιγμές η δράση διακρίνεται από κάποιες ευκολίες στο σενάριο και το αποτέλεσμα ίσως να μην είναι και τόσο πιστευτό. Αυτό όμως δεν ακυρώνει την ευρύτερη οπτική του βρετανού σκηνοθέτη, η εξέλιξη του οποίου μετά το «Hunger», το «Shame» και το «12 χρόνια σκλάβος» είναι αξιοθαύμαστη.
Βαθμολογία: 7
«Dogman» (Ιταλία, 2018). Η τραγική σχέση δύο εντελώς διαφορετικών ανθρώπων, έτσι όπως εξελίσσεται σε μια από τις πιο άθλιες περιοχές των προαστίων μιας ιταλικής μεγαλούπολης (τα γυρίσματα έγιναν στο Λάτσιο και στο Καστέλ Βολτούρνο της Καζέρτα), είναι το θέμα το οποίο πραγματεύεται ο ιταλός σκηνοθέτης Ματέο Γκαρόνε, γνωστός κυρίως από την μεγάλη επιτυχία του, το «Γόμορρα» (2008). Δύο αντίθετοι άνδρες εγκλωβισμένοι σε ένα περιβάλλον-φυλακή, μια επίγεια κόλαση. Ο ένας είναι ο Μαρτσέλο (Μαρστέλο Φόντε), ένας βραχύσωμος, καχεκτικός τύπος, καλόψυχος και κάπως αφελής (θυμίζει λίγο τον Μπάστερ Κίτον), ο οποίος διατηρεί κάτι σαν κομμωτήριο σκύλων. Για την ακρίβεια, ο Μαρτσέλο φαίνεται ότι επικοινωνεί καλύτερα με τα σκυλιά απ’ ό,τι με τους ανθρώπους, παρότι ένας από τους τελευταίους, ο Σιμόνε (Εντουάρντο Πέσε), θεριό ανήμερο και ο απόλυτος τρόμος της περιοχής, βρίσκεται διαρκώς δίπλα του και τον ενοχλεί. Η τραγωδία που νιώθεις ότι – αναπόφευκτα – κάποια στιγμή θα έλθει, θα βγάλει στην επιφάνεια ανομολόγητα κτηνώδεις συμπεριφορές που ενώ για κάποιους είναι τρόπος ζωής, για κάποιους άλλους είναι ο τρόπος για να αντιμετωπίσουν τη ζωή. Το «Dogman» είναι μια ταινία που σου δίνει την εντύπωση ότι διαρκώς σπαράζει, εγκλωβισμένη η ίδια σε αυτό το ασφυκτικό περιβάλλον παρακμής και σήψης, υπέροχα όμως κινηματογραφημένο από τον διευθυντή φωτογραφίας Νικολάι Μπρουέλ. Με ένα πάθος παρόμοιο με εκείνο που διέκρινες στις ταινίες του Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Γκαρόνε κινηματογραφεί μια λούμπεν κοινωνία που βράζει διαρκώς μέσα στο βρώμικο ζουμί της.
Βαθμολογία: 8
«Ανάσα ελευθερίας» («And Breathe Normally», Ισλανδία/ Σουηδία/ Βέλγιο, 2018). Στην ταινία της Ισόλντ Ιγκατοτίρ, μια γυναίκα με ύποπτο παρελθόν (Κριστίν Χαραλντσντοτίρ) προσπαθεί να μεγαλώσει το παιδί της και την ίδια ώρα να ελέγξει τα πάθη της. Μια μαύρη από τη Γουινέα-Μπισάου (Μπαμπεντίτα Σάτζο) που ταξιδεύει για τον Καναδά, αλλά συλλαμβάνεται με παράνομα έγγραφα, θα σημάνει πολλά στη ζωή της πρώτης, σε μια ταινία όμως που μπουκώνει από τη φιλοδοξία της να καταπιαστεί με πολλά θέματα: το φυλετικό, το υπαρξιακό, της προσπάθειας ανατροφής του παιδιού, των ναρκωτικών, το επαγγελματικό, το μεταναστευτικό, ακόμα και το σεξουαλικό, διότι η μητέρα του παιδιού είναι λεσβία. Το αποτέλεσμα είναι περισσότερο ένα πασπάλισμα όλων αυτών των ζητημάτων, μια ταινία προθέσεων με κάποιες συγκινητικές σκηνές.
Βαθμολογία: 4
«Το ξεκίνημα της μέρας» («Dita se fill», Αλβανία, 2017). Αλλη μια απελπισμένη, ταλαιπωρημένη γυναίκα, η Λέτα (Ορνέλα Καπετάνι), Αλβανίδα αυτή τη φορά, έχει ένα βρέφος στην αγκαλιά της, τη διώχνουν από το σπίτι που νοικιάζει και προσπαθεί να βρει μια δουλειά για να τα φέρει βόλτα. Η φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρας μιας άλλης κοπέλας είναι μια λύση και έτσι η ταινία κλείνεται μέσα σε ένα σπίτι, εκεί όπου η Λέτα προσπαθεί να διατηρήσει στη ζωή την ηλικιωμένη που φροντίζει. Ετσι λοιπόν έχουμε μια ακόμη καταγραφή της δυσβάστακτης σκληρότητας των καιρών μας, η οποία συνδυάζεται με την επιμονή και το πείσμα της θαρραλέας αυτής γυναίκας, η οποία δεν δέχεται να καταθέσει τα όπλα και θα πολεμήσει μέχρι τελικής πτώσης. Συγκροτημένο στόρι, καλή σκηνοθεσία (Τζεντιάν Κότσι) και κυρίως ένα πρόσωπο, της Ορνέλα Καπετάνι, ιδιαίτερα εκφραστικό, ο χάρτης μιας ζωής που πήρε στραβή πορεία.
Βαθμολογία: 5
«Kyrsya – Tuftland» (Φινλανδία, 2017). Η κεντρική ηρωίδα (Βέρα Βίλο) της ταινίας του Ρούπε Ολένιους, επίσης άνεργη, με επαναστατικές απόψεις και παντελώς αδιάφορη απέναντι στις σπουδές της (κλωστοϋφαντουργία), αποφασίζει να στραφεί προς τη φύση πιάνοντας δουλειά σε ένα απομονωμένο χωριό, του οποίου οι κάτοικοι συμπεριφέρονται τόσο αλλόκοτα που σου δίνουν την εντύπωση ότι προέρχονται από άλλον αιώνα (ή άλλον πλανήτη). Εφόσον λοιπόν από την πρώτη στιγμή το λιγότερο που λες γι’ αυτούς είναι ότι έχουν κάποια «λόξα», η σταδιακή «μεταμόρφωση» της ταινίας σε παγανιστικό θρίλερ, τύπου ας πούμε «Wicker man» (τρομάρα του), προσωπικά δεν μου προκάλεσε καμία απολύτως έκπληξη. Για να μην αναφερθώ στις ίδιες τις σκηνές τρόμου, τόσο πρόχειρα και κακόγουστα κινηματογραφημένες, που αντί για τρόμο προκαλούν γέλια.
Βαθμολογία: 2