Eχει δίκιο ο δήμαρχος, η τρίτη θητεία θα ήταν υπερβολική. Με άλλα λόγια, ο Γιάννης Μπουτάρης κατάλαβε αυτό που δεν κατάλαβε η Μέρκελ: ότι η επιτυχία ενός πολιτικού κρίνεται μεταξύ άλλων και από το πότε φεύγει. Και ότι πρέπει να φεύγει όταν ακόμη είναι στις δόξες του, όχι όταν έχει αρχίσει η παρακμή του. Οταν είναι ισχυρός, όχι όταν όλοι τον βρίζουν. Οταν η αποχώρησή του στενοχωρεί, όχι όταν ανακουφίζει.
Ο Μπουτάρης έχει κι ένα ακόμη πλεονέκτημα: δεν είναι εξαρτημένος από την εξουσία. Ούτε τη χρειάζεται για να αποδείξει κάτι. Εχει τα κρασιά του. Είναι ερωτευμένος, πριν από λίγους μόλις μήνες υπέγραψε σύμφωνο συμβίωσης με την αγαπημένη του. Εχει φίλους καλούς και πολλούς. Στα 76 του είναι ένας νέος άνθρωπος, με αγάπη για τη ζωή. «Στεγνός, αλλά όλο χυμούς» όπως είχε χαρακτηρίσει ο ίδιος το 2000 τον εαυτό του. Ενας αληθινός bon viveur.
Θα μας λείψει. Κάποιοι λένε βέβαια ότι θα λείψει περισσότερο στους Χαμουτζήδες, στους Αθηναίους δηλαδή, παρά στους Μπαγιάτηδες, δηλαδή στους Θεσσαλονικιούς. Και το λένε είτε επειδή διαφωνούσαν πάντα με τον κοσμοπολιτισμό του Μπουτάρη, είτε επειδή θεωρούν ότι χρειάζεται επιτέλους ένα νέο πρόσωπο στην πόλη που θα την καθαρίσει, θα την ανανεώσει, θα την κάνει πιο λειτουργική.
Για τη δεύτερη αντίρρηση ένας Αθηναίος δεν δικαιούται να μιλήσει. Σε ό,τι αφορά όμως την προσωπικότητα του Μπουτάρη, την ντομπροσύνη του, το χιούμορ του, την ανεξαρτησία του, τον βαθύτατο φιλελευθερισμό του, ακόμη και τις αντιφάσεις του, η Θεσσαλονίκη ήταν τα τελευταία οκτώ χρόνια πολύ τυχερή. Γιατί όταν πύκνωναν τα σύννεφα, όταν σήκωνε κεφάλι ο εθνικισμός, ο αντισημιτισμός, η ομοφοβία ή η θρησκοληψία, ο δήμαρχος ήταν πάντα εκεί για να ρίξει φως. Δίνοντας συνέντευξη από έναν οίκο ανοχής. Κερνώντας τον Ζάεφ θαλασσινά και άσπρο κρασί «από το δικό του». Ή εκφωνώντας έναν συγκινητικό λόγο κατά τη θεμελίωση του Μουσείου Ολοκαυτώματος.
Δεν θέλουν βέβαια όλοι φως. Πολλοί προτιμούν να ζουν και να κινούνται στο σκοτάδι. Γι’ αυτό και ο Μπουτάρης δέχθηκε επανειλημμένα επιθέσεις, φραστικές αλλά ακόμη και σωματικές: καμιά κοινωνία που θέλει να ανήκει στη δημοκρατική οικογένεια δεν δικαιούται να ξεχάσει εκείνες τις εικόνες του δημάρχου πεσμένου στα γόνατα από γροθιές και κλωτσιές άνανδρων εξτρεμιστών, τον περασμένο Μάιο, σε εκδήλωση για τη Γενοκτονία των Ποντίων.
Η σύγκριση με τους προκατόχους του είναι συντριπτική. Το μεγάλο στοίχημα για τη Θεσσαλονίκη είναι να μη συμβεί το ίδιο και με τον/τη διάδοχό του. Γιατί η πόλη πρέπει να παραμείνει ανοιχτή, φιλόξενη, φωτεινή και τολμηρή. Ενα σταυροδρόμι πολιτισμών, όπως ήταν παλιά, όχι ένας τόπος κομματικών αντιπαραθέσεων, διχαστικών συλλαλητηρίων και ανταγωνισμών για το ποιος είναι περισσότερο Μακεδόνας.
Ο Μπουτάρης πάντως έδειξε τον δρόμο. Αποχωρεί με τη συνείδησή του ήσυχη.