«Στη Βρετανία, αδελφές μου, στη Βρετανία». Ηταν μια περίοδος που στη Γηραιά Αλβιώνα βρισκόταν η απάντηση σε όλα. Τα καλύτερα νοσοκομεία ήταν στο Λονδίνο. Τα καλύτερα πανεπιστήμια τα έβρισκες στο Μάντσεστερ. Το καλύτερο ποδόσφαιρο το έβλεπες στο Λίβερπουλ. Το καλύτερο ουίσκι το έπινες στο Εδιμβούργο. Ακόμα και η περαντζάδα στο Νότινγκ Χιλ, όπου συχνά άκουγες περισσότερες παρέες να μιλούν ελληνικά από αγγλικά, είχε κάτι το απροσδιόριστα γοητευτικό. Τόσο όσο οι γόπες των τσιγάρων έξω από τις παμπ και οι μπίρες που ξεκινούν από τις τρεις το μεσημέρι. Από τη Βρετανία, κακά τα ψέματα, περνούσε ο δρόμος για την ευρωπαϊκή τελειότητα – και οι κάτοικοί της ήταν το μέτρο που θέλαμε να πιάσουμε. Περισσότερο απ’ όλα, ονειρευόμασταν μια χώρα που το λεωφορείο έρχεται στην ώρα του, αλλά δεν θα μας πείραζε να το περιμένουμε και λίγο.

Οταν η Νατάσα μετακόμισε στο Λονδίνο για να πάρει το πτυχίο της, δεν ήξερε τι σημαίνει Brexit. Στόχος ήταν να φύγει μακριά από τα ντολμαδάκια της μαμάς και τις πανεπιστημιακές αίθουσες με τις κατσαρίδες, να σταθεί ατσαλάκωτη ανάμεσα σε ατσαλάκωτους. Και κάπως έτσι έζησε το δεύτερο δημοψήφισμα της ζωής της. Μέχρι την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να πιστέψει πως θα έμοιαζε με το πρώτο. Δεν υπήρχε περίπτωση οι Βρετανοί να επαναλάβουν τα λάθη των Ελλήνων. Δεν θα τσακώνονταν στους δρόμους, δεν θα βρίζονταν στα μετρό. Δεν θα έπαιρναν μια απόφαση εν βρασμώ, επηρεασμένοι από εκείνους που τους έλεγαν μόνο όσα ήθελαν να ακούσουν. Κι όμως, κάποια από τα επιχειρήματα των παιδιών με τις κονκάρδες ήταν γνώριμα, πολυφορεμένα. Θύμιζαν χορούς στο Σύνταγμα, συνθήματα «αξιοπρέπειας» και τον καβγά με την καλύτερή της φίλη ένα βράδυ του Ιουλίου. Το αποτέλεσμα της έδωσε να καταλάβει πως ακόμα και οι ατσαλάκωτοι παρασύρονται. Ή πως δεν ήταν ποτέ όσο ατσαλάκωτοι τους ήθελε.

Μέχρι σήμερα οι έλληνες φοιτητές ήξεραν το βρετανικό τους μέλλον. Πολύ διάβασμα, λίγος ελεύθερος χρόνος και ένα πτυχίο που, γυρίζοντας στην πατρίδα τους, θα ήταν αρκετό για να ανοίξει όσες πόρτες χρειαστούν. Αν ήταν τυχεροί, θα έβρισκαν μια δουλειά στο μέρος που πήγαν να σπουδάσουν – και αργά αλλά σταθερά θα μετατρέπονταν σ’ αυτό το είδος Ελληνα που γυρνάει πίσω μόνο για να μαυρίσει. Περιμένοντας την εφαρμογή της απόφασης για τη βρετανική έξοδο, τα πράγματα δεν φαντάζουν τόσο απλά. Θα βρουν δουλειά όταν πάρουν πτυχίο; Θα χρειαστεί να βγάλουν βίζα; Κι αν βρουν δουλειά, κι αν πρέπει να βγάλουν βίζα, θα την πληρώνουν εκείνοι ή ο εργοδότης τους; Mπορεί όσοι έζησαν το 2015 να ξέρουν πως τα σουπερμάρκετ δεν θα αδειάσουν, όπως γράφει η «Daily Mail». Ομως επίσης ξέρουν πως η χώρα στην οποία επέλεξαν να ζήσουν δεν μοιάζει πια με εκείνη που είχαν στο μυαλό τους όταν μετακόμιζαν. Θυμίζει, με έναν αδιόρατο τρόπο, τη χώρα που επέλεξαν να αφήσουν πίσω. Ζουν και πάλι όσα τους έδιωξαν. Κι ας είναι το ποδόσφαιρο καλύτερο. Κι ας είναι κοινωνικά επιτρεπτό να ξεκινούν τις μπίρες απομεσήμερο.

Ο λαϊκισμός δεν κοίταξε ποτέ τι ώρα έρχονται τα λεωφορεία. Εφτανε πάντα με ταξί. Ηταν εκεί που έπρεπε, όταν έπρεπε. Και υπό αυτή την έννοια, ήταν πάντα περισσότερο Βρετανός από Ελληνας.