Δεκαπέντε χρόνια μετά την υπογραφή της σύμβασης για το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, το γνωστό C4I, ένας μάρτυρας, που άγνωστο γιατί και πώς δεν είχε μέχρι σήμερα καταθέσει στις ανακριτικές Αρχές όσα φέρεται να υποστηρίζει εν έτει 2018 βάζοντας στο κάδρο της υπόθεσης πρώην υπουργό επί της διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, γίνεται η αφορμή η… λιμνάζουσα επί έτη δικογραφία να πάρει τον δρόμο για τη Βουλή. Σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου πριν από έναν μήνα ο εν λόγω μάρτυρας, τα στοιχεία του οποίου εξαιτίας της μυστικότητας της ανακριτικής διαδικασίας δεν έχουν γίνει – τουλάχιστον επί του παρόντος – γνωστά, φέρεται να εμφανίστηκε ενώπιον του εφέτη – ειδικού ανακριτή Δημήτρη Ορφανίδη και να κατονόμασε πρώην υπουργό, μέλος του ΚΥΣΕΑ το 2003, ως εμπλεκόμενο σε αδίκημα δωροδοκίας που συνδέεται με την υπογραφή της σύμβασης για την ανάθεση του έργου του C4I.
Η ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ. Μετά την κατάθεση αυτή, η οποία έγινε – όπως ορίζει ο νόμος, με απόλυτη μυστικότητα – ενώπιον του δικαστικού λειτουργού που διερευνά την υπόθεση της ανάθεσης της επίμαχης σύμβασης, η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή αποτελεί, σύμφωνα και με το Σύνταγμα, μονόδρομο για τον ανακριτή. Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας φέρεται να μίλησε για πρώην μέλος του ΚΥΣΕΑ ήταν αρκετό από μόνο του για να δέσει τα χέρια του ανακριτή και να δρομολογήσει εξελίξεις με αναμφισβήτητο πολιτικό αντίκτυπο.
Κι αυτό γιατί, εκ του νόμου, ο ίδιος δεν έχει την αρμοδιότητα να ελέγξει επί της ουσίας τις καταγγελίες περί δωροδοκίας σε πολιτικό πρόσωπο. Αντίθετα, είναι υποχρεωμένος αμελλητί να διαβιβάσει τον φάκελο στη Βουλή, τα μέλη της οποίας έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα να επιληφθούν επί ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών πολιτικών προσώπων, με βάση και τις διατάξεις του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Η δικογραφία εκτιμάται ότι σύντομα θα διαβιβαστεί, μέσω της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στη Βουλή αφού ολοκληρωθούν οι αναγκαίες τυπικές διαδικασίες.
ΤΑ ΤΟΤΕ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΚΥΣΕΑ. Νομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η πρόσφατη εντολή της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, περί του ανοίγματος τραπεζικών λογαριασμών σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας, του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, συγγενικών του προσώπων και του πρώην υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ενδέχεται να συνδέεται με το ανακριτικό υλικό που συλλέγεται στο πλαίσιο διερεύνησης της συγκεκριμένης δικογραφίας. Κατ’ αποτέλεσμα οι προβολείς της διερεύνησης της υπόθεσης ενδέχεται να στραφούν ακόμα και σε κάποια από τα μέλη του τότε ΚΥΣΕΑ, το οποίο κατά τον χρόνο ανάθεσης της σύμβασης συνεδρίαζε υπό την προεδρία του Κώστα Σημίτη με τη συμμετοχή των Γιάννου Παπαντωνίου, υπουργού Εθνικής Αμυνας, Γιώργου Παπανδρέου, υπουργού Εξωτερικών, Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, υπουργού Δημόσιας Τάξης, και Γιώργου Ανωμερίτη, υπουργού Ναυτιλίας.
ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ. Ωστόσο, οι συνθήκες υπό τις οποίες λαμβάνουν χώρα οι πρόσφατες εξελίξεις στην υπόθεση εγείρουν, όπως επισημαίνουν νομικές πηγές, κάποια ερωτηματικά:
nΜε δεδομένο ότι η κατάθεση αυτή φέρεται να δόθηκε μέσα στον τελευταίο μήνα, προκαλεί απορία για το εάν πρόκειται για πρόσωπο που δεν είχε εξεταστεί μέχρι τώρα και πώς αυτό είναι δυνατό όταν η δικογραφία αυτή απασχολεί τη Δικαιοσύνη για περίπου μία δεκαετία.
nΑν πάλι πρόκειται για κατάθεση προσώπου το οποίο έχει ήδη εξεταστεί στο παρελθόν, πώς προέκυψε η γνώση των νέων στοιχείων και γιατί ο μάρτυρας δεν τα είχε εισφέρει από την αρχή της έρευνας;
nΗ κατάθεση αυτή επιβεβαιώνεται από πραγματικά στοιχεία της δικογραφίας ή πρόκειται για απλή παράθεση γεγονότων, όπως έχει καταγραφεί σε άλλες υποθέσεις (π.χ. Novartis), οπότε θα κληθεί είτε η Βουλή είτε η Δικαιοσύνη να αναζητήσει τις αποδείξεις που θα επιβεβαιώσουν ή θα ανατρέψουν το περιεχόμενο της μαρτυρίας;
Σε κάθε περίπτωση, από μόνη της μια μαρτυρική κατάθεση δεν κρίνεται ικανή να οδηγήσει σε προσωποποίηση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών, αλλά μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για την αναζήτηση αποδεικτικού υλικού σε νέες κατευθύνσεις, που πιθανόν μέχρι τώρα δεν είχαν ερευνηθεί επαρκώς. Για να γίνει όμως αυτό, δηλαδή να ελεγχθεί επί της ουσίας ο βαθμός της αξιοπιστίας του συγκεκριμένου προσώπου, θα πρέπει να μεσολαβήσουν κάποια δικονομικά στάδια, που είναι ο έλεγχος από τη Βουλή και η τυχόν επιστροφή της δικογραφίας εκ νέου στην τακτική Δικαιοσύνη.