Επανήλθε με θόρυβο στη δημόσια συζήτηση το θέμα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Αφορμή γι’ αυτό αποτέλεσε τόσο η έναρξη στη Βουλή της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης, όσο και η συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου. Μια συμφωνία που – εκτός των άλλων και ανεξάρτητα από την τελική της τύχη – υπηρετεί και την προσπάθεια της κυβέρνησης να αποσπάσει τη συναίνεση της Ιεραρχίας για τις όποιες επιμέρους συνταγματικές τροποποιήσεις γύρω από το θέμα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Κι αυτές οι – προτεινόμενες από τον ΣΥΡΙΖΑ – συνταγματικές αλλαγές, που τις εμφανίζει ως τεκμήριο «προοδευτικότητας», όχι μόνο έχουν εξαιρετικά περιορισμένο χαρακτήρα, όχι μόνο συντηρούν και διαιωνίζουν τη σύμφυση Κράτους – Εκκλησίας αναπαράγοντας ξεπερασμένα και αντιδραστικά ιδεολογικά στερεότυπα, όχι μόνο ακυρώνουν και παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες το υπερώριμο κοινωνικό αίτημα του χωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, αλλά φανερώνουν κυρίως τούτο:
Τον βαθμό της αντιδραστικοποίησης του αστικού κράτους – αυτό που τώρα διαχειρίζεται με προθυμία ο ΣΥΡΙΖΑ – η οποία δεν του επιτρέπει ούτε καν τέτοιους στοιχειώδεις αστικούς εκσυγχρονισμούς που σε άλλες καπιταλιστικές χώρες υλοποιήθηκαν στον 20ό, τον 19ο, ακόμα και στον 18ο αιώνα, με τη Γαλλική Επανάσταση.
Κι όμως! Αντί για ένα τέτοιο, ώριμο και αναγκαίο σήμερα, βήμα διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει το ακριβώς αντίθετο.
Δίπλα στον συνταγματικό εναγκαλισμό Κράτους και Εκκλησίας, που κατοχυρώνεται, με την αναφορά στο άρθρο 3 του Συντάγματος για την επικρατούσα θρησκεία και σε μια σειρά άλλες διατάξεις, ο ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει έναν ακόμη εναγκαλισμό, «επιχειρηματικό», που αφορά την κοινή επιχειρηματική τους δράση. Αυτή είναι η ουσία της συμφωνίας Τσίπρα – Ιερώνυμου: η υλοποίηση ενός «Ιερού Ταμείου» Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας, το οποίο θέσπισε το 2013 η ΝΔ και στο οποίο εντάσσονται και αμφισβητούμενες εκτάσεις, που διεκδικεί με απαράδεκτο τρόπο η Εκκλησία, σε βάρος του Δημοσίου.
Και φυσικά ούτε τα παζάρια γι’ αυτή τη συμφωνία ούτε οι δημαγωγικές κορόνες της ΝΔ μπορούν να κρύψουν την επιχειρηματική σύμπραξη Κράτους και Εκκλησίας και τη ματαίωση για άλλη μια φορά του υπερώριμου αιτήματος για διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία.
Κι αυτός ο επίκαιρος, υπερώριμος, αλλά ματαιωμένος και από τον ΣΥΡΙΖΑ, διαχωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία σημαίνει ότι θα συνεχιστούν οι συνέπειες της εμπλοκής της Εκκλησίας στην Εκπαίδευση, στις τελετουργικές διαδικασίες των δημόσιων θεσμών, στον πολιτικό γάμο και την ονοματοδοσία των παιδιών, στην πολιτική κηδεία, στην υλοποίηση του δικαιώματος της αποτέφρωσης νεκρών, ζήτημα το οποίο απαράδεκτα καρκινοβατεί, πάνω από όλα σε αυτό το ίδιο το περιουσιακό ζήτημα της Εκκλησίας.
Ενας τέτοιος διαχωρισμός, σύμφωνα με το ΚΚΕ, όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται καθόλου τα θρησκευτικά πιστεύω και δεν προσβάλλει τη θρησκευτική συνείδηση κάθε ανθρώπου, αλλά μπορεί και να υλοποιηθεί με πλήρη σεβασμό και προστασία των μισθολογικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων των κληρικών.
Ο Γιάννης Δελής είναι βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ και μέλος της Επιτροπής Συνταγματικής Αναθεώρησης της Βουλής