Θα μπορούσε να είναι ένα χαριτωμένο παραλειπόμενο που απλά επιβεβαιώνει ότι ο νέος δικομματισμός έχει εδραιωθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ διαφώνησαν στην πρεμιέρα της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος για τη σειρά που θα συζητήσουν τα άρθρα. Το μεν κυβερνών κόμμα ήθελε να ξεκινήσουν από τα 62 και 86 και μετά να περάσουν στα 32 και 35 – να αρχίσουν, άρα, από τη βουλευτική ασυλία και το περί ευθύνης υπουργών και να συνεχίσουν με την προεδρική εκλογή. Η δε αξιωματική αντιπολίτευση επιθυμούσε να πάνε με βάση την αρίθμησή τους. Πρώτο επομένως να συζητηθεί το 3 για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Το συριζαϊκό επιχείρημα συμπύκνωσε ο Κατρούγκαλος διερωτώμενος «δεν πρέπει να προταχθεί (σ.σ.: το 86) για να δείξουμε στον ελληνικό λαό ότι αντιλαμβανόμαστε τις ανάγκες του;». Το νεοδημοκρατικό άρθρωσε ο Αδωνις Γεωργιάδης, ρωτώντας «πότε θα κάνουμε αυτή τη συζήτηση, αφού θα ολοκληρωθεί η συζήτηση για την πιθανή συμφωνία (σ.σ.: Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου);». Κι όμως, ο συγκεκριμένος καβγάς, που αξίζει μερικές αράδες στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων, ίσως αποκαλύπτει κάτι βαθύτερο.
Κόλπα
Για την ιστορία, τη συμβιβαστική λύση έδωσε ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Να αρχίσουν με τα άρθρα 62 και 86, αμέσως μετά να συζητήσουν το 3 και να ακολουθήσουν την αρίθμηση. Οι κυβερνητικοί είπαν OK. Οι της ΝΔ όχι, αλλά οι πρώτοι έχουν την πλειοψηφία. Οπότε με τη βενιζελική ιεράρχηση θα πορευθούν στην Επιτροπή. Τι είναι, λοιπόν, αυτό το πιο βαθύ που έδειξαν τόσο απροκάλυπτα οι συριζαίοι σε αυτήν την κουβέντα για τα διαδικαστικά; Πως τα πάντα στην πολιτική αντιπαράθεση είναι για εκείνους εργαλεία μιας επικοινωνιακής επίθεσης. Οτι, δηλαδή, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούν να προσεγγίσουν τα πράγματα είναι επικοινωνιοκεντρικός. Γι’ αυτό ακόμη κι όταν στολίζουν τη στάση τους με λογικοφανείς συλλογισμούς – σαν αυτόν του Κατρούγκαλου – ο πυρήνας των λεγομένων τους είναι συνήθως λαϊκιστικός. Ως ορίτζιναλ λαϊκιστές θέτουν τα σωστά ερωτήματα για τους λάθος λόγους. Τύπου «ξεκινάμε από το 86 για να πείσουμε τους ψηφοφόρους πως παραμένουμε το νέο στην πολιτική». Τόσο νέο όσο το γέρικο σκυλί της βρετανικής παροιμίας. Δεν μπορούν πια να μάθουν καινούργια κόλπα.