Στη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση έχει διατυπωθεί η ακόλουθη άποψη: η Βουλή που εκκινεί την αναθεωρητική διαδικασία να δεσμεύει ως προς το περιεχόμενο των προς τροποποίηση διατάξεων την επόμενη Βουλή, η οποία, έπειτα από εκλογές, θα ολοκληρώσει τη συνταγματική μεταβολή. Η συγκεκριμένη προσέγγιση εστιάζει στον «κίνδυνο» ο νικητής των ενδιάμεσων εκλογών να προσδώσει στις αναθεωρούμενες διατάξεις ένα νόημα διαφορετικό από εκείνο προς το οποίο κινήθηκε η προηγούμενη Βουλή. Είναι όμως η λύση της δέσμευσης – την οποία ασμένως υιοθέτησε ο Πρωθυπουργός από τα έδρανα του Κοινοβουλίου – η κατάλληλη αντίδραση; Θεωρώ πως όχι.
Η διατύπωση του άρθρου 110 Σ. αφήνει ελάχιστα περιθώρια παρερμηνειών. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρατούσα συνταγματική θεωρία ουδέποτε κατέληξε να υποστηρίξει πως η Βουλή που ολοκληρώνει την αναθεώρηση δεσμεύεται από την προηγούμενη σε κάτι άλλο πέρα από το για ποιες διατάξεις έχει κινηθεί η διαδικασία. Ανεξάρτητα όμως από το γραμματικό επιχείρημα, η θέση αυτή είναι ορθή διότι απηχεί τη λογική του Συντάγματος. Οι συντάκτες του γνώριζαν τους κινδύνους οπορτουνιστικών πρακτικών από τους πολιτικούς παίκτες και συνειδητά τους ενέταξαν, αλληλοεξουδετερώνοντάς τους, στον αναθεωρητικό μηχανισμό. Εξάλλου, ο τελευταίος συνιστά ένα παίγνιο ανοιχτό στη μικροπολιτική. Ο συντακτικός νομοθέτης όρισε τους κανόνες διαφυλάσσοντας το πλέον σημαντικό αγαθό, που δεν είναι άλλο από τη διατήρηση της συνταγματικής σταθερότητας. Σταθερότητα η οποία είναι εκτεθειμένη τόσο στις μικροπολιτικές κινήσεις εκείνων οι οποίοι κινούν την αναθεώρηση όσο και εκείνων που θα κληθούν να την περατώσουν.
Αρκεί να κοιτάξει κανείς την παρούσα συγκυρία. Η κυβερνητική πλειοψηφία ξεκινά τη συζήτηση περί αναθεώρησης όχι μόνο για να αλλάξει τον Καταστατικό Χάρτη της Χώρας αλλά για να εκθέσει την αντιπολίτευση και να περιορίσει τις δυνατότητες της τελευταίας να αναλάβει ή να ολοκληρώσει κάποια αναθεωρητική πρωτοβουλία, εάν επικρατήσει στις επόμενες εκλογές. Κινδυνεύει, ωστόσο, να επιτρέψει στους πολιτικούς της αντιπάλους να τροποποιήσουν το Σύνταγμα στην επόμενη Βουλή κατά τρόπο αντίθετο προς τις δικές της προθέσεις. Το δίλημμα για την αντιπολίτευση είναι διαφορετικό. Εάν συμβάλλει στον σχηματισμό ευρείας πλειοψηφίας (πάνω από 180) για την αλλαγή συγκεκριμένων διατάξεων θα μπορεί, αποκτώντας 151 έδρες στις επόμενες εκλογές, να τους δώσει όποιο περιεχόμενο επιθυμεί (π.χ. για το άρθρο 16 και την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ). Εντούτοις, η ευδοκίμηση του τρέχοντος αναθεωρητικού εγχειρήματος της στερεί την ευχέρεια να επιχειρήσει μεταβολές σε άλλα σημεία του συνταγματικού κειμένου πριν από το 2024 το νωρίτερο.
Τα παραπάνω διλήμματα λειτουργούν ως αντικίνητρα στην αναθεώρηση. Κατατείνουν σε μια κατάσταση ισορροπίας, την οποία οι πατέρες του ισχύοντος Συντάγματος επέλεξαν ως βέλτιστη, εφαρμόζοντας το, γνωστό στη θεωρία παιγνίων, «δίλημμα του φυλακισμένου». Αποτρέπουν, έτσι, επεμβάσεις στο συνταγματικό πλαίσιο εάν δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις, όχι μόνο συγκυριακής συνεργασίας, αλλά και δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης σε βάθος χρόνου, με ευθεία επικύρωση των πολιτικών συνεργιών από τον κυρίαρχο λαό. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές κρίνεται προτιμότερη η διατήρηση του συνταγματικού status quo. Τούτο είναι ίσως και το ζητούμενο σε περίοδο ρευστότητας και διχαστικού πολιτικού λόγου, όπως είναι κατεξοχήν εκείνη την οποία βιώνουμε.
Η άποψη περί δέσμευσης της επόμενης Βουλής ως προς το νέο ουσιαστικό περιεχόμενο των υπό αναθεώρηση διατάξεων δεν εξυπηρετεί τη λύση των όποιων προβλημάτων οπορτουνιστικής συμπεριφοράς. Ο μόνος που ωφελείται είναι ο κατέχων την κοινοβουλευτική πλειοψηφία ώστε να πυροδοτήσει, χωρίς να χρειάζεται καμία συναίνεση, μία θνησιγενή αναθεωρητική διαδικασία, προσδίδοντάς της το περιεχόμενο που τον βολεύει. Να ψηφίσει, για παράδειγμα, ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο για τα άρθρα 3, 16, και 84 (για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, την Παιδεία και την ειδική ευθύνη των υπουργών), ώστε, αφενός να εγκλωβίσει ή και να διχάσει το εκλογικό σώμα, αφετέρου να κατηγορήσει τους επόμενους πως δεν τόλμησαν να ολοκληρώσουν την αναθεωρητική του πρωτοβουλία. Ο μεγαλύτερος χαμένος από την άλλη, είναι ο ίδιος ο λαός, ο ρόλος του οποίου περιορίζεται επικίνδυνα. Τι πιο χαρακτηριστικό και πάλι από την παρούσα συγκυρία. Εκλέξαμε ένα Κοινοβούλιο, το φθινόπωρο του 2015, όταν, ευλόγως, η αναθεωρητική ατζέντα δεν απασχολούσε κανέναν. Τέσσερα χρόνια αργότερα θα ψηφίσουμε μια νέα Βουλή η οποία θα ολοκληρώσει μια αναθεώρηση, εγκλωβισμένοι σε προτάσεις τις οποίες διατύπωσαν κάποιοι που επιλέξαμε σε ανύποπτο χρόνο και όταν δεν ετίθετο αναθεωρητικό ζήτημα;
Συμπερασματικά, ας είμαστε επιφυλακτικοί σε οποιαδήποτε ερμηνεία η οποία «πειράζει» τα αντίβαρα που σοφά έχει θέσει το άρθρο 110 Σ. Η συνταγματική αλλαγή δεν είναι ούτε αυτοσκοπός ούτε πανάκεια.
Ο Γιώργος Δελλής είναι καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Νομική Σχολή της Αθήνας