Στον αέρα βρίσκονται πλέον χιλιάδες δανειολήπτες με ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τράπεζες και μαζί και η πρώτη τους κατοικία, καθώς οι ημέρες μετρούν αντίστροφα μέχρι την 31η Δεκεμβρίου όταν και λήγει τυπικά η ισχύς του προστατευτικού πλαισίου του νόμου Κατσέλη – Σταθάκη, έπειτα από την οποία ενδεχομένως να μην μπορεί κανένα υπερχρεωμένο νοικοκυριό να βρει καταφύγιο σε δικαστική διαδικασία για τη διευθέτηση των οφειλών του.

Μπορεί η χώρα θεωρητικά να βγήκε από τα Μνημόνια, ωστόσο στην πραγματική οικονομία και στην καθημερινότητα των Ελλήνων αυτό δεν είναι ορατό αφού η ανεργία παραμένει στο 20% με τις αποδοχές για τον έναν στους τέσσερις εργαζομένους να βρίσκονται στα επίπεδα των 500 ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και  Βιομηχανιών (ΣΕΒ), γεγονός που σημαίνει ότι παραμένει ακόμα μια μεγάλη ομάδα πολιτών χωρίς να έχει ανακάμψει οικονομικά και δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις που δημιούργησε στα χρόνια προ κρίσης.

Η κυβέρνηση, αν και διά στόματος του αντιπροέδρου της Γιάννη Δραγασάκη δηλώνει ότι θα υπάρχουν και στο μέλλον πρόνοιες για όσες κοινωνικές ομάδες αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης των δανείων τους, εντούτοις σύμφωνα με πληροφορίες δεν έχει ακόμα επεξεργαστεί το διάδοχο νομοθετικό πλαίσιο αν και θεωρείται βέβαιο ότι ο «αντικαταστάτης» του νόμου Κατσέλη θα αφορά σημαντικά μικρότερο αριθμό δανειοληπτών και με κριτήρια αυστηρότερα, κάτι για το οποίο ήδη πιέζουν οι τράπεζες. Στις προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι, οι τράπεζες ζητούν γενναίο κούρεμα στα κριτήρια αναφορικά με την αξία των ακινήτων βάζοντας τον πήχη αρκετά πιο χαμηλά από αυτό που ισχύει σήμερα, μόλις στις 75.000 ευρώ. Σήμερα ο νόμος προστατεύει την πρώτη κατοικία εφόσον η αντικειμενική της αξία δεν υπερβαίνει τα 180.000 ευρώ για έναν ενήλικο (ποσό που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 ευρώ για ζευγάρι, 240.000 ευρώ για οικογένεια με ένα τέκνο, 260.000 ευρώ για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 ευρώ για οικογένεια με τρία τέκνα).

Παράλληλα μια άλλη εκδοχή θέλει να υπάρξει ένα πλαίσιο στα πρότυπα του προγράμματος ΕΣΤΙΑ, που αναμένεται να εφαρμοστεί από το 2019 στην Κύπρο με συμμετοχή στην αποπληρωμή των οφειλών και του Δημοσίου αλλά και πάλι με ιδιαίτερα αυστηρά κριτήρια και ίσως χωρίς δικαστική συνδρομή.

 

ΣΕ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ. Ασφαλείς πληροφορίες πάντως αναφέρουν ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι στις διαπραγματεύσεις που θα έχει με τους θεσμούς στα τέλη του έτους να ζητήσει νέα παράταση του ισχύοντος νόμου για έναν ακόμα χρόνο και για τον σκοπό αυτό θα επιχειρηματολογήσει με βάση τα στοιχεία της προόδου που έχει γίνει τόσο από τη μείωση των υποθέσεων του νόμου Κατσέλη που εκκρεμούν στα δικαστήρια, αλλά και δείχνοντας το πλήθος των στρατηγικά κακοπληρωτών που εντοπίστηκαν να έχουν κρυφτεί στον νόμο, μετά και την άρση του απορρήτου τον περασμένο Σεπτέμβριο. Από την πλευρά τους πάντως οι θεσμοί φαίνεται ότι θέτουν ως προϋπόθεση για την παράταση του νόμου την αυστηροποίηση των κριτηρίων.

Επιπλέον στην επιχειρηματολογία αναμένεται να αξιοποιηθούν και τα επίσημα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος από τα οποία προκύπτει ότι το βασικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων δεν αποτελούν οι περιπτώσεις των δανειοληπτών που έχουν προσφύγει στο νόμο Κατσέλη ή τον πτωχευτικό κώδικα, μιας και σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη από το σύνολο των κόκκινων δανείων που βαραίνουν τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών, όσα βρίσκονται υπό δικαστική προστασία είναι μόλις το 14,6% και αντιπροσωπεύουν δάνεια συνολικού ύψους 12,9 δισ. ευρώ από το σύνολο των 86 δισ. που είναι τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών.

 

ΟΙ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ. Μάλιστα, όπως προκύπτει και από στοιχεία της ΤτΕ στην Επισκόπηση για το Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, οι τράπεζες ενώ αύξησαν τα ρυθμισμένα δάνεια δεν κατάφεραν να επιτύχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, κάτι άλλωστε που επισημάνθηκε και στην πρώτη μεταμνημονιακή έκθεση των θεσμών την περασμένη Τετάρτη. Ειδικότερα, το σύνολο των ρυθμισμένων ανοιγμάτων το α’ εξάμηνο του 2018 ανήλθε σε 49,3 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 26,5% των συνολικών ανοιγμάτων των τραπεζών, σε σχέση με το 25,2% στο τέλος του 2017. Ομως αυξήθηκε το ποσοστό των ήδη ρυθμισμένων ανοιγμάτων που εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών στο 19,9%, έναντι 19,5% στο τέλος του 2017, ποσοστό που αντιπροσωπεύει δάνεια 10 δισ. ευρώ που ενώ ρυθμίστηκαν κοκκίνισαν ξανά μετά το πρώτο τρίμηνο της ρύθμισης.