Σκαρφαλωμένα στους πρόποδες του Βίτσι ξεχάστηκαν στην τρομερή τους ιστορία επί 70 χρόνια. Τα πλίνθινα χωριά των Κορεστείων στη Δυτική Μακεδονία σήμερα καταρρέουν αφημένα στο έλεος του χρόνου. Τα επιβλητικά κόκκινα σπίτια τους, αριστουργήματα λαϊκής αρχιτεκτονικής, εγκαταλείφθηκαν αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου, καθώς οι κάτοικοί τους εκτοπίστηκαν στιγματισμένοι από την εμπλοκή τους στα πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας του ’40. Αριστεροί στην πλειονότητά τους, κατέφυγαν κυνηγημένοι στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ αρκετοί είχαν μεταφερθεί νωρίτερα σε μακρινές περιοχές για να μην τροφοδοτούν τους αντάρτες. Τα χωριά που άλλοτε έσφυζαν από ζωή ερήμωσαν. Ο Γάβρος, ο Κρανιώνας, ο Μαυρόκαμπος…
Τα χρόνια πέρασαν. Οι πληγές που άφησαν στον κατάφυτο Γράμμο οι βόμβες ναπάλμ έκλεισαν, όμως αυτά τα πλίνθινα φαντάσματα διηγούνται στους περαστικούς το παρελθόν. Υπό τον φόβο της λήθης και της ολοκληρωτικής καταστροφής η τοπική κοινωνία ζητά να αναγνωριστούν τα εγκαταλελειμμένα χωριά ως τόπος ιστορικής μνήμης, να συντηρηθούν με ευθύνη της πολιτείας και να αξιοποιηθούν για την έλξη επισκεπτών στην περιοχή.
ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΠΛΑΝΑ. Αλλωστε, στο ατμοσφαιρικό τους σκηνικό έχουν γυριστεί μοναδικά πλάνα: εκεί κινηματογραφήθηκαν σκηνές από την ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, από το «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη, από το «Παύλος Μελάς» του Φίλιππου Φυλακτού. Πριν από λίγα χρόνια, το 2012, η Εφορεία Νεότερων Μνημείων της Κεντρικής Μακεδονίας είχε εξετάσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα μπορούσαν τα σπίτια αυτά να ενταχθούν σε καθεστώς ειδικής προστασίας, ενώ σχετική ερώτηση είχαν καταθέσει στη Βουλή και βουλευτές της Δημοκρατικής Αριστεράς. Δεν υπήρξαν εξελίξεις. Το μόνο κτίσμα της περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο είναι το σπίτι όπου σκοτώθηκε τον Οκτώβριο του 1904 ο ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς, καθώς η περιοχή στις αρχές του 20ού αιώνα βρέθηκε στο επίκεντρο της σύγκρουσης των βούλγαρων κομιτατζήδων και των ελλήνων μακεδονομάχων. Το σπίτι βρίσκεται στο χωριό Στάτιστα, το οποίο μετονομάστηκε προς τιμήν του Μελάς – εκεί λειτουργεί και το ομώνυμο μουσείο.
«Ουσιαστικά δεν έχει γίνει τίποτε μέχρι στιγμής» λέει στα «ΝΕΑ» ο δήμαρχος Καστοριάς Ανέστης Αγγελής. «Το ΤΕΙ Θεσσαλίας έχει προχωρήσει στην καταγραφή των πλίνθινων οικισμών και των σπιτιών τους και πλέον αναμένουμε κάποιο πρόγραμμα από το υπουργείο Πολιτισμού ώστε ένα αίτημα πολυετές να γίνει πραγματικότητα. Αυτό που θέλουμε ως Δημοτική Αρχή είναι να γίνει αποκατάσταση και συντήρηση των κτισμάτων, τα οποία αφενός έχουν μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, καθώς έχουν χτιστεί με παραδοσιακά οικολογικά υλικά, αφετέρου έχουν μια ιστορική αξία. Είναι μια αρχιτεκτονική απείρου κάλλους που έχει γίνει με τα χέρια των τεχνιτών της εποχής εκείνης. Αυτό που στη σύγχρονη καταναλωτική εποχή το θεωρούμε ασήμαντο είναι ιδιαίτερα σημαντικό» σημειώνει.
ΜΟΝΑΔΙΚΑ ΔΕΙΓΜΑΤΑ. Τα πλίνθινα χωριά συνιστούν μοναδικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής που δεν συναντάται πια. Τα σπίτια τους ξεκίνησαν να χτίζονται το πρώτο μισό του 19ου αιώνα με πλίνθους, δηλαδή λάσπη από κοκκινόχωμα και άχυρο που καλουπώνονταν και ψήνονταν στον ήλιο. Ετσι προέκυψε το βαθυκόκκινο χρώμα τους. Η τεχνική αυτή εγκαταλείφθηκε τη δεκαετία του ’50. Περίπου 100 υπολογίζεται ότι είναι τα πλίνθινα σκέλεθρα που συναντά ο περαστικός στον Γάβρο, στον Μαυρόκαμπο, στην Κρανιώνα, ενώ άλλα τόσα υπάρχουν στον Μελά, στο Μακροχώρι, στα Χάλαρα, στον Αγιο Αντώνιο, χωριά τα οποία συγκρατούν ακόμη λίγους κατοίκους.
Οπως εξηγεί στο βιβλίο του «Κορέστεια, τα χωριά της λήθης» ο Αγγελος Σινάνης, ο οποίος πραγματοποίησε πολυετή έρευνα στην περιοχή, «αυτές οι κατασκευές σχεδόν στο σύνολό τους εξυπηρετούσαν συνδυασμένες ανάγκες γεωργίας, κτηνοτροφίας, δασοπονίας, αλλά και βιοτεχνίας – εμπορίου, όπως συνέβαινε σε όλο τον ορεινό χώρο της Βαλκανικής». Και επισημαίνει: «Η πολιτεία θα έπρεπε προ πολλού να είχε κηρύξει παραδοσιακούς αυτούς τους οικισμούς και να τους είχε θέσει υπό την προστασία της. Θα μπορούσαν να γίνονται επιτόπου μαθήματα αρχιτεκτονικής από τις σχολές αρχιτεκτόνων αλλά και μηχανικών. Αντίθετα όμως, αυτοί οι οικισμοί κάθε χρόνο συρρικνώνονται, στην κυριολεξία λιώνουν από τις βροχές και πολλούς άλλους λόγους. Είναι θέμα χρόνου να εξαφανιστούν εντελώς, σαν να μην υπήρξαν ποτέ».
Είναι σαν να μη θέλει κανείς να αγγίξει αυτά τα κουφάρια που απογυμνώθηκαν από ανθρώπους τόσο βίαια. Μέχρι και σήμερα οι ντόπιοι με δυσκολία συζητούν όσα συνέβησαν στα Κορέστεια.
«Η περιοχή μας ήταν “θέατρο” του Εμφυλίου, εδώ έγιναν μερικές από τις πιο σκληρές και φονικές μάχες του. Κάθε εμφύλιος έχει καταστροφικές συνέπειες. Ετσι τα περισσότερα χωριά στο λεκανοπέδιο των Κορεστείων εγκαταλείφθηκαν. Ερήμωσαν ολοκληρωτικά τη δεκαετία του ’70 όταν οι εναπομείναντες κάτοικοι συγκεντρώθηκαν στον Νέο Οικισμό που εμείς αποκαλούμε Γάβρο» εξηγεί ο δήμαρχος. «Θεωρούμε ότι τα χωριά αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν και να προσελκύσουν επισκέπτες και πιστεύουμε ότι θα πρέπει να συνδεθούν οδικώς με τη Φλώρινα – μια απόσταση 17 χιλιομέτρων – ούτως ώστε να ενισχυθεί η επισκεψιμότητά τους σε συνδυασμό με το σπίτι του Παύλου Μελά. Το ενδιαφέρον υπάρχει, έχει εκδηλωθεί εδώ και πολλά χρόνια, όμως ώς τώρα δεν ήταν στις προτεραιότητες της περιφερειακής και κεντρικής διοίκησης. Ελπίζουμε ότι αυτό θα συμβεί σύντομα…».