Τι σημαίνει ταλέντο ηθοποιού; Ικανότητα μίμησης; Αναπαράστασης; Εχει να κάνει με τη σωστή άρθρωση; Με την εκφραστικότητα των χαρακτηριστικών του προσώπου ή των σωματικών κινήσεων; Τίποτα από όλα αυτά μόνο του, αλλά ούτε και όλα μαζί. Οι τεχνικές δεξιότητες δεν αρκούν αν δεν υπάρχει η πνευματικότητα (καμία σχέση με την ακαδημαϊκή μόρφωση), το «κλειδί» που θα ανοίξει τον χαρακτήρα τον οποίον καλείται να ερμηνεύσει ο ηθοποιός. Ετσι ώστε να μη βασιστεί μόνο στα εξωτερικά χαρακτηριστικά και να κάνει τον ρόλο καρικατούρα. Για πολλά χρόνια ωστόσο υπήρχε η τάση «λαϊκοί» ηθοποιοί που το κοινό ήξερε από την επιθεώρηση να δοκιμάζονται σε κλασικούς ρόλους. Θυμάμαι τον Μίμη Φωτόπουλο ως «Καλό στρατιώτη Σβέικ». Συγκλονιστικός. Αλλά και τον Στάθη Ψάλτη στο «Ημερολόγιο ενός τρελού». Δεν ήταν καλός. Οταν έμαθα τα της ζωής του καθενός, κατάλαβα το γιατί.
Θα μπορούσε ο Μάρκος Σεφερλής να υπηρετήσει έναν κλασικό ρόλο με δραματουργική υποδομή; Να παίξει ακόμη και Αριστοφάνη, μία άποψη που «διακινούνταν» πριν από λίγα χρόνια; Ή έναν ρόλο γραμμένο από τον Δημήτρη Ψαθά στη χρυσή εποχή της ελληνικής κωμωδίας αφού το όνομά του ανέβηκε στα «ψηλά» της δημοσιότητας με αφορμή την ακύρωση της παράστασης «Ζητείται ψεύτης» σε σκηνοθεσία Πέτρου Ζούλια που είχε προγραμματιστεί στο Παλλάς για τον Μάρτιο; Φτάνει να παρακολουθήσει κάποιος μια παράσταση στον θεατρικό του «οίκο», το Δελφινάριο. Κυρίως δε, όχι αυτά που γίνονται στη σκηνή, αλλά αυτά που γίνονται στην πλατεία. Οπου είναι διάχυτη η μυρωδιά ποπκόρν και ψητών κρεάτων από τις παρακείμενες καντίνες. Η παράσταση τραβάει πάνω από τέσσερις ώρες. Κυρίως λόγω των διακοπών, αφού ο Σεφερλής κάθε τόσο κατεβαίνει στο κοινό και μιλάει με τους θεατές.
Οι οποίοι σηκώνονται, πηγαίνουν στο μπαρ, τρώνε χάμπουργκερ, ρουφάνε δυνατά με τα καλαμάκια τις γρανίτες τους, παίζουν τα κομπολόγια τους, μιλούν στο τηλέφωνο, παιδιά κλαίνε, τα πάνε στην άκρη να κάνουν πιπί τους, εκείνα ξανακλαίνε, τα κατσαδιάζουν φωναχτά και άλλα τέτοια. Ολα εν ώρα παράστασης. Δεν ξέρω πώς λέγεται αυτό. Ισως στην ιστορία του θεάματος να υπάρχει κάποιος όρος. Πάντως, θέατρο δεν είναι. Κανένας ηθοποιός δεν θα μπορούσε να παίξει κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο Σεφερλής μπορεί μια χαρά. Και το πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω. Μετατρέπει το μπάχαλο σε… διαδραστικότητα. Κατεβαίνει στους θεατές, τρώει από το σάντουιτς της μίας, ρουφάει από τη γρανίτα του άλλου, μιλάει με τα παιδιά που κλαίνε (κι αυτά κλαίνε περισσότερο). Κάποιος λοιπόν που τον τροφοδοτεί αυτού του τύπου ο αυτοσχεδιασμός, είναι πολύ δύσκολο, ύστερα από τόσα χρόνια, να πειθαρχήσει στις νόρμες ενός κειμένου και στις οδηγίες ενός σκηνοθέτη.
Πόσα χρόνια; Περίπου τριάντα. Από τότε δηλαδή που ήρθε από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κόρινθο, στην Αθήνα και σπούδασε στη δραματική σχολή της Μαίρης Βογιατζή – Τράγκα. Τα πρώτα χρόνια έπαιζε περιστασιακά μικρούς ρόλους σε σίριαλ. Η μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1995 με το «Taxi» στον Antenna. Μια εκπομπή με τον ίδιο ως ταξιτζή να κάνει φάρσες στο κοινό. Τα χοντροκομμένα αστεία, οι σολοικισμοί, οι προφανείς τερατολογίες ήταν τα ατού της εκπομπής που έκανε μεγάλη επιτυχία και άρχιζε να «χτίζει» το κοινό του Σεφερλή. Και με αυτό το κοινό ως μαγιά ξεκίνησε τη θεατρική του πορεία. Σε μια εποχή που, κυρίως λόγω της τηλεόρασης και της έξαρσης που είχαν τότε οι σατιρικές εκπομπές, η επιθεώρηση ως θεατρικό είδος είχε κλείσει έναν τουλάχιστον κύκλο της.
Από την αρχή, ο ίδιος έγραφε και σκηνοθετούσε τα έργα στα οποία πρωταγωνιστούσε, ήταν ο παραγωγός των παραστάσεών του και αργότερα και θεατρώνης. Επιθεωρήσεις ή κωμωδίες που οι περισσότερες «κάτι θύμιζαν» και που έβγαζαν γέλιο μέσα από το κράξιμο. Των χοντρών, των αδύνατων, των κοντών, των ψηλών, των χαζών, των αφελών. Δεν χρειάζονται περιγραφές και σχόλια. Φτάνει να δει κανείς τίτλους έργων. «Σημιτιτανικός», «Μουρλένιουμ 2000», «Απάτα τον πλησίον σου», «Τι βρακί θα παραδώσεις μωρή», «Μάρκο Πότερ», «ΠΑΣΟΚ μου sorry», «Fame zori», «Γάμος α λα πλάγια», «Πήρε τοστ το Σαββατόβραδο», «Γελών λαβέ», «Μουρλέν Ρουζ», «Ο Μπαχαλόγατος», «Τρώει story», «Σουλεϊμάρκ ο Μεγαλοπρεπής», «Μάμα… μία δεν υπάρχει», «50 αποχρώσεις to Greece», «Σεφερληνικά», «Αλλος για Survivor», «Black Friday και 13». Ανάλογου ύφους και καλλιτεχνικού ήθους ήταν και οι τηλεοπτικές εκπομπές του που ακολούθησαν το «Taxi». «Κατά Μάρκον Ευα… γέλιον», «Προσοχή Μαρκοπέδιο», «Χτυποκάρδια στο Seferly Hills», «Μάρκο μ’ έκαψες», «Σοβαρότης μηδέν», «Κορίτσια ο Μάρκουλης». Κάποιες απόπειρες για εκπομπές πέραν του «σεφερλικού σύμπαντος», όπως για παράδειγμα το πρωινό του Mega πριν από τέσσερα χρόνια με συμπαρουσιάστρια τη γυναίκα του Ελενα Τσαβαλιά δεν βρήκαν ανταπόκριση στο κοινό. Ο Σεφερλής έχει άλλωστε το δικό του. Εκπαιδευμένο στο χιούμορ του, τις μούτες του, τις αποχρώσεις της φωνής του, τον τρόπο που παίζει κοιτώντας περισσότερο τους θεατές και λιγότερο τους ηθοποιούς με τους οποίους παίζει.
Ο Μάρκος Σεφερλής λοιπόν έχει μάθει να παίζει με τους δικούς του όρους. Υποκριτικούς, επικοινωνιακούς, σημειολογικούς. Σε αυτούς δεν χωράει ο Ψευτοθόδωρος του «Ζητείται ψεύτης» που με δεξιοτεχνική φινέτσα έχει ερμηνεύσει στον κινηματογράφο ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Από αυτό το «μαρκοπέδιο» αποδεικνύεται ότι δεν θέλει να βγει. Ή, πολύ πιθανόν να ξέρει ότι δεν μπορεί. Πάντως, ό,τι και να συμβαίνει, από την ακύρωση αυτής της παράστασης νομίζω ότι κερδισμένοι θα βγουν όλοι. Και κυρίως ο Ψαθάς.