Νέα δεδομένα δημιουργεί στο πολιτικό σκηνικό, παράλληλα με την ενδυνάμωση της πολιτικής σύγκρουσης, η δικογραφία για το C4I που έφθασε από τις εισαγγελικές Αρχές το απόγευμα της Παρασκευής στην αρμόδια υπηρεσία της Βουλής. Η δικογραφία, για την οποία υπάρχουν ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ότι περιλαμβάνει αυτόβουλη κατάθεση μάρτυρα, σύμφωνα με την οποία έχει δωροδοκηθεί πολιτικό πρόσωπο, μέλος του ΚΥΣΕΑ το 2003, κατατέθηκε, πρωτοκολλήθηκε και κλειδώθηκε μέχρι τη Δευτέρα, οπότε και θα υπάρχει σαφής εικόνα για το πλήρες περιεχόμενό της. Ουσιαστικά όμως είναι η εύφλεκτη ύλη που αναμένεται να προκαλέσει ποικίλες εκρήξεις και να θρυμματίσει πολιτικές ισορροπίες και διακομματικές παρασκηνιακές συμμαχίες. Η κυβέρνηση ουσιαστικά αναμένεται, όπως προκύπτει από τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, να βρεθεί σε εξαιρετικά δύσκολη θέση από ένα… θαμμένο βούλευμα, όπως χαρακτηρίζεται, το οποίο ήδη διχάζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ρήγμα είναι εμφανές και αναδεικνύει, κατά το ΚΙΝΑΛ, την εκλεκτική πολιτική συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με δυνάμεις του καραμανλικού συστήματος και παράλληλα φέρνει στην επιφάνεια αυτό που πολλές πλευρές του πολιτικού φάσματος τονίζουν, περί προστασίας του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή και βασικών υπουργών του. Η υπόθεση του C4I έρχεται στη σκιά της πολιτικής πίεσης που δέχτηκε το ΚΙΝΑΛ με το άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη και η «απάντηση» της Χαριλάου Τρικούπη θέτει στο κάδρο της πολιτικής σύγκρουσης και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, αλλά και τους τότε υπουργούς των κυβερνήσεων Καραμανλή, Βύρωνα Πολύδωρα και Χρήστο Μαρκογιαννάκη.

Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι αρχικά στην κυβέρνηση επένδυαν πολιτικά και επικοινωνιακά στις διάφορες δικαστικές εξελίξεις σε υποθέσεις που χαρακτηρίζονται ως σκάνδαλα και έχουν βασικούς πρωταγωνιστές υπουργούς της διακυβέρνησης Κώστα Σημίτη, όπως π.χ. ο Γιάννος Παπαντωνίου.

Στο Μέγαρο Μαξίμου, βασική τους επιδίωξη ήταν η ενίσχυση και προβολή του μηνύματος ότι επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει εν ισχύι το «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς» έναντι του «διεφθαρμένου και διαπλεκόμενου μεταπολιτευτικού δικομματισμού ΝΔ και ΠΑΣΟΚ».

Ομως η υπόθεση του C4I έπεσε σαν κεραυνός στο Μέγαρο Μαξίμου, αφού δόθηκε η ευκαιρία στο ΚΙΝΑΛ που πιεζόταν πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ να αντεπιτεθεί και να αναδείξει την, κατά τους ίδιους, ανίερη και ερμαφρόδιτη πολιτικά σχέση μεταξύ του κυβερνητικού συστήματος εξουσίας και των καραμανλικών.

Τηρούν αποστάσεις. Το κλίμα σκανδαλολογίας ενοχλεί ιστορικά και κεντρικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που λαμβάνουν αποστάσεις από τον σχεδιασμό του Μεγάρου Μαξίμου. Π.χ. ο Νίκος Φίλης είπε την περασμένη Πέμπτη σε ομιλία του σε κομματικό ακροατήριο ότι «δεν κινούμαστε από αντιλήψεις ποινικοποίησης της πολιτικής και ενοχοποίησης παρατάξεων». Με τον πρώην υπουργό και νυν βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ συντάσσονται και άλλα στελέχη, ενώ ακόμα και ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης, ως ανώτατος θεσμικός παράγοντας, τηρεί προσεκτική στάση, αποκηρύττει τη στοχοποίηση προσώπων και παρατάξεων και είναι απέναντι στην ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Οπως και ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης. Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης, αλλά και το οικονομικό επιτελείο, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Γιώργος Χουλιαράκης.

Σε αυτό το κλίμα υπάρχουν βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου που θεωρούν ότι είναι λάθος η στοχοποίηση εκ μέρους της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και ειδικά της περιόδου Σημίτη. Και αυτό διότι έδωσε την ευκαιρία στο ΚΙΝΑΛ να συσπειρωθεί και ταυτόχρονα θέτει εμπόδια στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να υπάρξουν συμμαχίες, συγκλίσεις και συνεργασίες στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές και κυρίως προς τις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Είναι χαρακτηριστική η κίνηση του Μεγάρου Μαξίμου να επιχειρήσει να εκμεταλλευθεί το ζήτημα, καταγγέλλοντας το ΚΙΝΑΛ για «ηθικό, πολιτικό και θεσμικό ατόπημα» και «συκοφαντική επίθεση κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας», μετά την κίνηση βουλευτών και στελεχών του να μεταβούν στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ζητώντας απαντήσεις για την πορεία της υπόθεσης του C4I και τις κατηγορίες ότι υπουργοί της κυβέρνησης Καραμανλή ζημίωσαν το ελληνικό Δημόσιο.

Την ίδια στιγμή, το αρνητικό κλίμα ενισχύεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ και από μια σειρά άλλων γεγονότων, όπως π.χ. από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν το κυβερνών κόμμα σταθερά δεύτερο και με σημαντική απόσταση από τη ΝΔ που προηγείται με μεγάλη διαφορά.

Υπό το φάσμα των αρνητικών δημοσκοπήσεων, υπάρχει μεγάλη συζήτηση για την πορεία της κυβέρνησης και ήδη διατυπώνονται εισηγήσεις και για τον χρόνο των εκλογών. Μάλιστα, καταγράφονται διαφορετικές εκτιμήσεις με τρία επικρατέστερα σενάρια, δηλαδή τον Μάιο του 2019 (τετραπλές εκλογές), τον Οκτώβριο με τη λήξη της τετραετίας και τον Μάρτιο ή αρχές Απριλίου.

Η μετάλλαξη. Η βασική όμως διαφωνία στην παρούσα φάση στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές κάλπες είναι η απόφαση του Αλέξη Τσίπρα να μεταλλάξει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα καθαρόαιμο κεντροαριστερό κόμμα. Η συγκεκριμένη επιχείρηση είναι σε πλήρη εξέλιξη, καθώς ο Πρωθυπουργός είναι πεπεισμένος ότι τα επόμενα χρόνια ο ίδιος δύναται να ηγηθεί ενός διευρυμένου προοδευτικού, όπως το ονομάζει, μετώπου, το οποίο θα εκφράζει ευρύτερες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς.

Με κυρίαρχη εκτίμηση ότι οι αριστερές συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν πάρα πολύ μικρή απήχηση, έως και ασήμαντη, στην ελληνική κοινωνία, ο Τσίπρας προχωρεί στην υλοποίηση του σχεδίου του για τη διαμόρφωση ενός τελείως διαφορετικού κόμματος.

Στο επίκεντρο αυτών των διεργασιών είναι αναπόφευκτα ο χώρος του ΠΑΣΟΚ, οι δυνάμεις, τα πρόσωπα, οι συλλογικότητες και οι φορείς που ταυτίστηκαν και πορεύτηκαν μαζί του και γι’ αυτό ήδη υπάρχει η εσωτερική αντιπαράθεση στον ΣΥΡΙΖΑ για το ενδεχόμενο «πασοκοποίησης» του κόμματος.

Ρήξη με τους 53+. Η προσπάθεια ωστόσο για τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ που θέλει ο Πρωθυπουργός ως ενός πολυσυλλεκτικού κόμματος που θα διαθέτει προφανώς και αριστερό ύφος και χρώμα, προϋποθέτει εσωτερική ρήξη με τις συνιστώσες και ιδιαίτερα με την ομάδα των 53+.

Αυτή είναι και η μεγάλη εσωτερική μάχη, υπό τη σκιά της παραδοχής του Τσίπρα ότι έφθασε η ώρα για εκτεταμένη συνεργασία με πρόσωπα και σχήματα της Κεντροαριστεράς, ενώ κεντρικοί παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούν στη μετεξέλιξη του κόμματος σε σοσιαλδημοκρατικό και εμμένουν, παρά την εφαρμογή του Μνημονίου, στον αμιγώς αριστερό χαρακτήρα του. Δεν είναι τυχαίο ότι κυκλοφορεί το σενάριο, που δεν διαψεύδεται αλλά συντηρείται τεχνηέντως, ότι ο Τσίπρας θα είναι ο κοινός υποψήφιος των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στις ευρωεκλογές.

Η επιχείρηση Τσίπρα εξελίσσεται κυρίως μέσω των διεργασιών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο μεταξύ στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και προσώπων από την Κεντροαριστερά, που είχαν μακρά διαδρομή στο ΠΑΣΟΚ, με φόντο τις αυτοδιοικητικές εκλογές.

Η ομάδα των 53+ αντιδρά στη στήριξη πασοκογενών στελεχών στις αυτοδιοικητικές εκλογές και εμμένει στην αριστερή ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Αρνητικός στον μετασχηματισμό του κόμματος είναι και ο Νίκος Φίλης, αλλά και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, ενώ ο νέος γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης αρνείται ότι το κόμμα προσχωρεί στην Κεντροαριστερά και απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι εισήλθε σε πορεία «πασοκοποίησης». Μάλιστα, το περασμένο Σάββατο, έστειλε μήνυμα μέσω της συνέντευξής του στα «ΝΕΑ» ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκαταλείπει την Ευρωπαϊκή Αριστερά.

Εκ των συνθηκών, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να επιβιώσει πολιτικά και εκλογικά, επιβάλλονται η συμπόρευση και αξιοποίηση δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας για να συγκροτηθεί ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο που θα ενσωματώνει τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και προσώπων προερχόμενων από το ΠΑΣΟΚ. Σε αυτή την κατεύθυνση συμπορεύτηκαν ως συνεργαζόμενα και διάφορα πολιτικά πρόσωπα, όπως η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου κ.ά. Υπέρμαχοι της διεύρυνσης είναι ο Νίκος Παππάς, ο προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ, υπουργός Υποδομών Χρήστος Σπίρτζης, ο Πάνος Κουρουμπλής, ο ευρωβουλευτής Δημήτρης Παπαδημούλης κ.ά.