Η εικόνα που αντικρίζει κανείς στους ελληνικούς δρόμους σε σχέση με την εγκληματικότητα είναι για τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο της ΝΔ Νίκο Δένδια μια εικόνα που «δεν αρμόζει σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις παραπέμπει στην Κολομβία της δεκαετίας του ’80». Το πρώτο και βασικό βήμα για να αλλάξει είναι, στην ανάλυσή του, να καταλάβουν – και να αποδεχθούν – όλοι πως «οι νόμοι της Ελληνικής Δημοκρατίας, αποτελούν συμβόλαιο ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και πρέπει να εφαρμόζονται από όλους». Μια ακόμη ενδιαφέρουσα επισήμανσή του είναι πως δεν βλέπει ως νάρκη για μια μελλοντική μητσοτακική διακυβέρνηση την προεδρική εκλογή του 2020. Κι αυτό γιατί θεωρεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ που «εμμέσως ζητά συγγνώμη για την πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης και καταθέτει στη συνταγματική αναθεώρηση πρόταση αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας», λογικά, δεν μπορεί να επαναλάβει το ίδιο ατόπημα.
Η Ολγα Γεροβασίλη απαντά στις κατηγορίες της αντιπολίτευσης για τα φαινόμενα γενικευμένης ανομίας με επισημάνσεις σαν το «η παραβατικότητα δεν αντιμετωπίζεται μόνο με κατασταλτική δράση της Αστυνομίας». Εχει άδικο;
Η παραβατικότητα ως γενικό φαινόμενο δεν αντιμετωπίζεται όντως «μόνο» με την καταστολή, αλλά με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απουσιάζει παντελώς η διάθεση εφαρμογής των νόμων της Ελληνικής Δημοκρατίας. Είναι προφανές ότι το δικαίωμα στην ασφάλεια, παρότι περιλαμβάνεται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τον ΟΗΕ, δεν περιλαμβάνεται στην ατζέντα της σημερινής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια κεντρική πολιτική επιλογή του ίδιου του Πρωθυπουργού της χώρας, με καταστροφικά αποτελέσματα. Δυστυχώς, η εικόνα συγκεκριμένων περιοχών, όπως και των περισσότερων πανεπιστημίων, είναι εικόνα που αρμόζει σε ξέφραγο αμπέλι. Τα γκέτο που αυξάνονται, οι εισβολές αντιεξουσιαστών όπου επιθυμούν, η de facto παραίτηση από το δικαίωμα στη φύλαξη των συνόρων και η ολέθρια ταύτιση στην πράξη των προσφύγων με τους μετανάστες, όπως επίσης η αυξημένη εγκληματικότητα (λόγω και του νόμου Παρασκευόπουλου) και το διαρκές ξεκαθάρισμα λογαριασμών των συμμοριών στους δρόμους, είναι μια εικόνα που δεν αρμόζει σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις παραπέμπει στην Κολομβία της δεκαετίας του ’80.
Από την εμπειρία σας ως υπουργού Προστασίας του Πολίτη, ποια είναι τα τρία επιχειρησιακά βήματα που θα εξασφάλιζαν στους πολίτες το αίσθημα ασφάλειας στην καθημερινότητά τους;
Το πρώτο και κυριότερο βήμα δεν είναι αυστηρά «επιχειρησιακό», αλλά χωρίς αυτό δεν μπορεί να εφαρμοσθεί κανένα άλλο. Πρέπει καταρχήν να καταστεί σαφές προς την κοινωνία, τα κόμματα αλλά και το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, ότι οι νόμοι της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελούν συμβόλαιο ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και πρέπει να εφαρμόζονται από όλους. Ενα δεύτερο βήμα είναι ότι οι νόμοι πρέπει να εφαρμόζονται παντού, χωρίς ανοχή σε «άβατα» και εστίες παραβατικότητας, ενώ οφείλουμε να προσδώσουμε εκ νέου στο πανεπιστημιακό άσυλο την πραγματική του έννοια, του ασύλου ελεύθερης διακίνησης ιδεών. Τέλος, πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο χώρος της δημόσιας ασφάλειας είναι ενιαίος και περιλαμβάνει και αρμοδιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως οι φυλακές υψίστης ασφαλείας για τρομοκράτες και επικίνδυνους εγκληματίες. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούν να εφαρμοσθούν από τη σημερινή κυβέρνηση που παραμένει εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της.
Η ΝΔ δίνει έμφαση στον προγραμματικό της λόγο. Οσο καλές προτάσεις κι αν έχετε, όμως, πόσο εύκολα θα τις εφαρμόσετε ως κυβέρνηση, όταν ο δρόμος είναι ναρκοθετημένος με μια προεδρική εκλογή και την απλή αναλογική;
Οσον αφορά την προεδρική εκλογή, επειδή και στο θράσος υπάρχουν όρια, ένα κόμμα που εμμέσως ζητά συγγνώμη για την πτώση της προηγούμενης κυβέρνησης και καταθέτει στη συνταγματική αναθεώρηση πρόταση αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας, δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να επαναλάβει για δεύτερη φορά το ίδιο ατόπημα. Αλλά και η απλή αναλογική θα παραμείνει μία «παγίδα» μόνο στα χαρτιά, καθώς η ΝΔ θα υλοποιήσει ως κυβέρνηση τη δέσμευσή της για κατάργηση του σημερινού νόμου. Δεν θεωρώ ότι μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ θα υπάρξουν «πρόθυμοι» να του παράσχουν χείρα βοηθείας στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Γιατί ένα φιλελεύθερο κόμμα σαν το δικό σας διαφωνεί με τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους;
Η Εκκλησία και το Κράτος έχουν αυτονόητα διακριτούς ρόλους και η ανεξιθρησκία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. Αλλά σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα πρέπει να αντιληφθούμε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επηρέασαν την ιστορική εμπειρία της χώρας μας, όπως συνέβη και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Να σας υπενθυμίσω ότι σε μία από τις παλαιότερες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ευρώπης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο εκάστοτε βασιλέας ή βασίλισσα είναι συμβολικά και αρχηγός της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Αυτό δεν κατέστη εμπόδιο όμως στο να εκλεγεί πρωθυπουργός της χώρας, τον 19ο αιώνα ήδη, πολιτικός καταγόμενος από οικογένεια μη χριστιανικού θρησκεύματος. Δυστυχώς, αποδεικνύεται και στο συγκεκριμένο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης ότι η κυβέρνηση, με κάθε ευκαιρία και πρόφαση, επιδιώκει συστηματικά να διχάζει την ελληνική κοινωνία για μικροκομματικούς λόγους, στους οποίους δίνει δήθεν ιδεολογικό επίχρισμα.
«Στη ΝΔ είμαστε όλοι καραμανλικοί. Στη ΝΔ είμαστε όλοι μητσοτακικοί. Στη ΝΔ είμαστε όλοι μαζί» έχετε πει. Οι πολιτικοί σας αντίπαλοι, όμως, κατηγορούν το κόμμα ότι σύρεται από τη Δεξιά της δεξιάς πτέρυγάς του.
Βάσει του καταστατικού της η ΝΔ έχει ως ιδεολογία της τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Βάσει επίσης της ιδρυτικής της διακήρυξης από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το κόμμα μας εκτείνεται σε όλο τον χώρο από τη συντηρητική αλλά δημοκρατική Δεξιά μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία και τη μη κομμουνιστική Αριστερά. Ολοι όσοι βρίσκονται σήμερα στο κόμμα έχουν συνυπογράψει και τις ιδεολογικές του αρχές, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν παρεκκλίνουν προς τα άκρα. Συνεπώς, οφείλουν να πορεύονται σύμφωνα με αυτές τις αρχές. Το προπαγανδιστικό επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ περί δήθεν «ακροδεξιάς Νέας Δημοκρατίας» είναι κωμικό όταν απευθύνεται σε ένα κόμμα στο οποίο ο πρόεδρος είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας πραγματικά φιλελεύθερος πολιτικός.