Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς που σε μαγνητίζουν και σε σημαδεύουν από την πρώτη στιγμή που έρχεσαι σε επαφή μαζί τους. Που δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις αν δεν τελειώσεις το βιβλίο τους και που το μόνο που αποζητάς στη συνέχεια είναι να διαβάσεις το επόμενο. Δεν ξέρω σε ποια κατηγορία ακριβώς ανήκουν, ξέρω όμως ότι τους αισθάνομαι πολύ κοντά μου. Τους ίδιους και τους ήρωές τους.

Ηταν δικός μου άνθρωπος ο Ινίας Μακνάλτι, από τις περιπέτειες του οποίου ξεκίνησα την περιπλάνησή μου στον κόσμο του ιρλανδού συγγραφέα Σεμπάστιαν Μπάρι. Συνέπασχα μαζί του όταν τον καταδίωκε ο IRA τη δεκαετία του 1920, μετά τον ιρλανδικό εμφύλιο. Ηταν δικός μου και ο Γουίλι Νταν, που πολέμησε μερικά χρόνια νωρίτερα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: οι περιγραφές των μαχών στις σελίδες τού «Μακριά, πολύ μακριά» είναι από τα πιο δυνατά πράγματα που έχω διαβάσει στη ζωή μου. Οπως ένιωσα φυσικά πολύ κοντά μου και τον Τόμας Μακνάλτι, πρόγονο του Ινίας χωρίς αμφιβολία, ο οποίος γνώρισε τον έρωτα μερικές ακόμη δεκαετίες νωρίτερα, μέσα στη φρίκη των ινδιάνικων πολέμων και του αμερικανικού εμφυλίου. Το να ανήκεις σε μια σεξουαλική μειονότητα σε καιρό πολέμου δυσκολεύει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, το έχουμε δει τα τελευταία χρόνια και στη Συρία.

«Είδα έναν οδοιπόρο κουρασμένο,/ ταλαίπωρο, κουρελιασμένο»: με αυτό το μότο του αμερικανού ποιητή Τζον Ματίας ξεκινά ο 63χρονος Μπάρι το τελευταίο του βιβλίο για μια σπουδαία φιλία δύο αγοριών, που θα εξελιχθεί στη συνέχεια σε ευτυχισμένη οικογένεια με την προσθήκη μιας όμορφης Ινδιάνας. Κι όπως μου λέει στη συνέντευξη που ακολουθεί, προς τιμήν αυτού του δίστιχου θα τραγουδούσε το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη αν διάβαζε δημοσίως αποσπάσματα του βιβλίου στην Αθήνα.

«To κάθε παιδί πρέπει να σηκωθεί και να χορέψει, να χορέψει ξεπερνώντας όλα τα εμπόδια, να χορέψει γερνώντας τη δύσκολη, πονεμένη καντρίλια του τέλους». Η ζωή είναι λίγο σκληρή, έτσι δεν είναι;

Εντάξει, αλλά εξακολουθεί να είναι ένας χορός. Και δεν είμαι καν σίγουρος αν λευκοί μεσοαστοί Ιρλανδοί όπως εγώ μπορούν να μιλούν με κάποιο κύρος για φτώχεια. Υπάρχουν πολλοί στην Ιρλανδία που περνούν εξαιρετικά δύσκολα, ανάμεσά τους και πολλά παιδιά, κάτι το απογοητευτικό σε μια ανακάμπτουσα οικονομία.

Ο Ινίας Μακνάλτι είναι φυγόδικος. Ο Γουίλι Νταν είναι ένας «άπατρις στρατιώτης».

Ο Τόμας Μακνάλτι είναι ένας ομοφυλόφιλος μετανάστης. Αυτό που σας υποκινεί είναι η μοναξιά; Ή η Ιστορία γράφεται από τις μειονότητες;

Υπάρχει μια χρήσιμη και όμορφη αμερικανική λέξη που προτιμώ από τη «μοναξιά». Είναι η «μοναχικότητα», μια κατάσταση της ύπαρξης που μπορεί να νιώσει ακόμη κι ένα άψυχο αντικείμενο. Το ίδιο το σύμπαν είναι χωρίς αμφιβολία ένα εμφανώς μοναχικό οικοδόμημα. Σε γενικές γραμμές, όμως, για μένα ως συγγραφέα, ο χαρακτήρας που εξαναγκάζεται συνεχώς να φύγει από έναν τόπο κοιτάζει πίσω πολύ έντονα και ειλικρινά αυτόν τον τόπο και τον λατρεύει ή τον απεχθάνεται με μια παράξενη ακρίβεια.

Τι σήμαινε να είσαι γκέι στην Αμερική

του 19ου αιώνα;

Σίγουρα όχι αυτό που εννοούμε σήμερα. Εξ όσων γνωρίζω δεν υπήρχε καν αυτή η λέξη, και αν υπήρχε δεν ήταν υποτιμητική ή αφηρημένα βιβλική. Σε αυτόν τον τόπο της αφετηρίας και του ξεκινήματος που ήταν η Αμερική του 1850, μεγάλα δεινά ξεκίνησαν πλάι πλάι με μεγάλες δυνατότητες, κάτι που φαίνεται να εξακολουθεί να προσδιορίζει την Αμερική. Μια από τις μεγάλες δυνατότητες ήταν η γέννηση της ελευθερίας να είσαι γκέι – στην πραγματικότητα να είσαι οτιδήποτε σε κάνει η φύση και το τραγούδι της δημιουργίας. Μπορεί να το δει κανείς αυτό να λαμπυρίζει και να τρεμοφέγγει στην ανθρώπινη Ιστορία – έστω και αχνά.

Η «Guardian» έγραψε ότι το γεγονός πως χωρέσατε σε 260 σελίδες την ιρλανδική μετανάστευση, την ομοφυλόφιλη ταυτότητα και τη δημιουργία της Ευρώπης είναι ένα θαύμα. Αλήθεια, πώς τα καταφέρατε;

Πραγματικά δεν έχω ιδέα! Ακολουθούσα τη φωνή του Τόμας με όλη την αφοσίωση και πίστη που μπορούσα να επιστρατεύσω ως ανθρώπινο ον. Στην ιστορία του είναι αναπόφευκτα μπλεγμένα όλα αυτά τα πράγματα, και όπως ακριβώς είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μέρα με τη μέρα – «Πού αλλού να ζήσουμε εκτός από τις μέρες;» έλεγε ο Φίλιπ Λάρκιν – έτσι κι ένα βιβλίο γράφεται ευτυχώς σελίδα με τη σελίδα, ειδάλλως θα είχαμε εγκαταλείψει έντρομοι το πεδίο της μάχης.

Εχετε μιλήσει στον Τύπο για την ημέρα που ο γιος σας ο Τόμπι σάς είπε ότι είναι γκέι. Από τότε, είπατε, σας μύησε στη «μαγεία της ζωής των γκέι». Φαίνεται λοιπόν πως δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή του Πάπα, ο οποίος είπε ότι οι γονείς πρέπει να ζητούν ψυχιατρική βοήθεια για τα ομοφυλόφιλα παιδιά τους…

Και φανταστείτε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε τόσο καλή γνώμη για τον Πάπα στο σπίτι μου – κι ας είναι ένα σπίτι κατά το ήμισυ αγνωστικιστικό και κατά το άλλο ήμισυ προτεσταντικό. Αυτός ο υποβόσκων ζήλος ορισμένων να συνεχίζουν να λένε ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα με το να είσαι γκέι είναι εγκληματικός και ήταν πάντα εγκληματικός. Τους περνούν άραγε από το μυαλό οι συνέπειες αυτών που λένε; Είναι σαν να προσφέρουν μια φτηνή δικαιολογία για να είσαι ομοφοβικός, ένα ξεδιάντροπο διαβατήριο μίσους.

Η χώρα σας έχει αλλάξει σε εντυπωσιακό βαθμό. Ποιο είναι το μυστικό; Η εξωστρέφεια; Η σεμνότητα; («επειδή τα ρούχα είναι κουρελιασμένα», όπως λέτε κάπου) Η ταπεινοφροσύνη;

Να μερικοί καλοί λόγοι! Θα ήταν πραγματικά ενδιαφέρον να κατανοήσει κανείς τα άγνωστα, χωρίς αμφιβολία, και σύνθετα μαθηματικά της αλλαγής μιας χώρας. Και το βέβαιο είναι ότι το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος έχει να κάνει με ένα σωρό μυστηριώδεις αριθμούς. Εξωστρέφεια, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη – ένα ωραίο μπουκέτο λέξεων κάτω από το όνομα οποιασδήποτε δημοκρατίας. Θα έπρεπε να τις υιοθετήσουμε αμέσως.

Το μεγάλο θέμα της εποχής μας είναι η ταυτότητα. Αυτό φαίνεται καθαρά και στις «Μέρες δίχως τέλος». Ποια είναι η άποψή σας για την πολιτική του ταυτοτισμού;

Είμαι πατέρας ενός ομοφυλόφιλου παιδιού που είναι σήμερα 21 ετών και ανθίζει ως καλλιτέχνης, ως φοιτητής και ως ανθρώπινο ον: αυτή είναι η μόνη μου θρησκεία. Η θρησκεία που επιλέγω είναι να στηρίζω τον γιο μου. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι οι γονείς των ομοφυλόφιλων παιδιών. Το να είσαι γκέι είναι ένα παράδειγμα ανθρώπινης ακτινοβολίας. Ετσι νιώθω εγώ γι’ αυτό.

Τι ανακαλύψατε στον έναν χρόνο που έχει περάσει από τότε που τιμηθήκατε με την ανώτατη διάκριση των Ιρλανδικών Γραμμάτων (Irish Fiction laureate);

Στο διάστημα αυτό μου δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθώ με τη λέσχη βιβλίου στην οποία ανήκω μέρη στα οποία δεν θα μπορούσα ποτέ να μπω, όπως το Κεντρικό Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, διάφορες νοσοκομειακές μονάδες, καθώς και το Κέντρο Επιτυχημένης Γήρανσης στο Δουβλίνο. Εκανα επίσης διάφορες διαδικτυακές εκπομπές με άλλους ιρλανδούς συγγραφείς, και γοητεύτηκα από τους ανοιχτούς τους ορίζοντες, από τη σεμνότητα, την ταπεινοφροσύνη και την ευγένειά τους απέναντί μου. Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα από όλα αυτά.

Πώς επηρέασε τους ιρλανδούς συγγραφείς η χρηματοπιστωτική κρίση;

Η μεγάλη αλλαγή για τους συγγραφείς ήταν πιθανότατα η δραστική μείωση των προκαταβολών από τους εκδότες, καθώς περίμεναν πτώση των πωλήσεων. Στην Ιρλανδία οι καλλιτέχνες απαλλάσσονταν παλιότερα εντελώς από τη φορολογία. Αυτό έχει πλέον αλλάξει και έχει θεσπιστεί ένα αφορολόγητο ποσό. Αυτή είναι η πρακτική πλευρά του πράγματος. Νομίζω πως είναι λίγο σκληρό να το πω, αλλά θα το πω έτσι κι αλλιώς: η κρίση φάνηκε να ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους ιρλανδούς συγγραφείς να καταβάλλουν μεγαλύτερες προσπάθειες και να πετυχαίνουν περισσότερα πράγματα, με νέες φωνές να αναδύονται από τη θολή θάλασσα των προβλημάτων δίπλα σε τόσους πλήρως ανεπτυγμένοι θεούς – τη Σάλι Ρούνεϊ, τη Σάρα Μπομ, την Αϊμίαρ Μακμπράιντ κ.λπ. κ.λπ. Τώρα που το σκέφτομαι, θα μπορούσαμε να μιλάμε για μια ώρα για τα καλύτερα ονόματα της νέας ιρλανδικής λογοτεχνίας και να μην αναφέρουμε ούτε έναν άνδρα!

Μόλις τελείωσα το «Normal People», το καινούργιο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ. Μια καταπληκτική περιγραφή των χαρακτήρων, και η συγγραφέας είναι μόλις 27 ετών…

Ακριβώς, όπως είναι κι ένας λαμπρός και πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Απολύτως αυτόνομη, ευφυής και αξιοθαύμαστη. Αρχικά τη συνέκρινα με την Ελίζαμπεθ Μπόουεν και τη Μαρία Ετζγουορθ – τώρα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον εαυτό της.

Τι σημαίνει «ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία; Στην πραγματική ζωή;

Να μια δύσκολη ερώτηση. Υπάρχει ένας κλάδος της λογοτεχνίας που προσπάθησε και προσπαθεί, μερικές φορές ακόμη και με πονηριά, να εμπλουτίζει συνεχώς το μάλλον περιορισμένο σύνολο των επιθέτων που προσδιόριζαν άλλοτε την ιρλανδικότητα. Ως ένας άνθρωπος που τα επίθετα τα οποία τον προσδιορίζουν – κάτοικος της πόλης, μεσοαστός, αγνωστικιστής κ.λπ. – δεν φάνηκαν να μεταδίδουν ποτέ στους άλλους τη δική μου αίσθηση επείγουσας ιρλανδικότητας, πασχίζω να το κάνω μόνος μου επί σαράντα χρόνια. Ελπίζω λοιπόν η ιρλανδικότητα στη λογοτεχνία να τείνει συνεχώς προς την ιρλανδικότητα στη λεγόμενη πραγματική ζωή. Περπατώντας αργόσυρτα προς τη Βηθλεέμ…

«Η Οδύσσεια του Ινίας Μακνάλτι» είναι το πρώτο σας βιβλίο που διάβασα. Μπροστά στον κίνδυνο να ανοίξουν ξανά οι πληγές στην Ιρλανδία εξαιτίας του Brexit, θα λέγατε ότι οι περιπέτειες του ήρωα δεν έχουν τελειώσει ακόμη;

Η ερώτηση αυτή με τρομάζει. Ακόμη και για εμάς τους Νότιους, οι ταραχές στον Βορρά βρίσκονταν πάντα εκεί, μια βίαιη παρουσία στο πίσω μέρος του μυαλού. Και αποτελούσαν μια παράξενη και σχεδόν σουρεαλιστική επανάληψη των ταραχών στην Ιρλανδία την εποχή του εμφυλίου πολέμου και μετέπειτα. Ενα άσβεστο μίσος που ούτε η δύναμη του καλού μπορούσε να σταματήσει. Προσεύχομαι, προσεύχομαι, άνθρωποι σαν τον Ινίας να συνεχίσουν να αναπαύονται στους συχνά άγνωστους και χωρίς διακριτικά τάφους τους.

Στην Ελλάδα

«Κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει στην Πάρο»

Πριν από μερικά χρόνια, σε μια συνέντευξή σας στο «Βήμα», είχατε πει ότι οι μεγαλύτεροι αδελφοί σας είναι ο Τζόζεφ Κόνραντ, ο Τόμας Χάρντι και ο Καβάφης. Είχατε πει επίσης ότι αγαπάτε τον Τσιτσάνη, τον Ζακ Τατί και τον Μπέργκμαν. Εχουν και οι συγγραφείς της νέας γενιάς τόσο πολλά σημεία αναφοράς;

Α, ο Τσιτσάνης… Ελπίζω πως ναι. Ισως όχι τη συγκεκριμένη ομάδα σημείων αναφοράς, γιατί είμαι 63 ετών και παιδί μιας ιδιαίτερης στιγμής. Γνώρισα τον Τσιτσάνη σε ένα μικρό παραθαλάσσιο εστιατόριο στον Δρυό της Πάρου επειδή τα παιδιά που το είχαν, κάτι υπέροχοι άνθρωποι από τα Τρίκαλα, είχαν κολλήσει εκείνες τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στο πίσω μέρος του καφέ… Μου κίνησαν την περιέργεια. Κι ύστερα ένιωσα αυτή τη δυνατή φωτιά της μουσικής του, που καίει ακόμα!

Tι κάνατε, αλήθεια, έναν χρόνο στην Πάρο; Θα ξαναπηγαίνατε να ζήσετε εκεί;

Ηθελα να πάω σε ένα φτηνό μέρος για να γράψω. Ηταν το 1980. Εκείνη την εποχή, αν είχες χίλιες λίρες στην τσέπη μπορούσες να ζήσεις στην Ελλάδα για έναν χρόνο. Τώρα μπορείς να ζήσεις τρεις μέρες! Ο πατέρας μου πήγαινε στην Πάρο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, κι έτσι όταν έφτασα στο νησί είχα τουλάχιστον μια επαφή. Αλλά στην πραγματικότητα δεν τη χρειαζόμουν. Η Νάουσα πριν από την Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν στο μεταίχμιο της οικονομικής αλλαγής, αν και καταλάβαινε κανείς τις μεγάλες αλλαγές μετά τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και το τέλος της καταστολής από τη στρατιωτική δικτατορία. Αυτό που δεν περίμενα μέσα στην αθωότητά μου ήταν η έφοδος ενός είδους ομορφιάς που αλλάζει το DNA σου, τα αστραφτερά νερά, η αρχαία νεωτερικότητα. Οι δυνατές φιλίες. Και ο ανοιχτός χαρακτήρας, η σεμνότητα και το αίσθημα φιλοξενίας των ανθρώπων. Ημουν 25 ετών και γνώριζα μόνο την ψυχρή καρδιά της Βόρειας Ευρώπης, την αδιαφορία μιας πόλης σαν το Παρίσι. Αλλαξα ένα γράμμα [Paris – Paros] και βρήκα τον Παράδεισο. Επιστρέφω κάθε τόσο, αλλά κάτι από τον 25χρονο εαυτό μου παραμένει πάντα εκεί, και πηγαίνει στις Κολυμπήθρες με το ξεχαρβαλωμένο του ποδήλατο ακολουθώντας έναν χωματόδρομο που δεν υπάρχει πια.

Οταν διαβάζετε δημοσίως τα βιβλία σας συνηθίζετε να τραγουδάτε. Τι θα τραγουδούσατε αν διαβάζατε το «Μέρες χωρίς τέλος» στην Αθήνα;

Ισως το «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Τσιτσάνη, προς τιμήν του μότο του μυθιστορήματος. Δεν θα τα κατάφερνα όμως ποτέ με τα κορδελάκια στο τέλος των στίχων – σαν ελικοειδή όστρακα. Πρέπει να είσαι Ελληνας για να τραγουδήσεις ελληνικά τραγούδια, δυστυχώς. Θα μπορούσα όμως να το σιγομουρμουρίσω – τρυφερά, σιωπηλά.

Sebastian Barry

Μέρες

δίχως τέλος

Μτφ. Μαρία Αγγελίδου,

εκδ. Ικαρος, 2018, σελ. 298

Τιμή: 15 ευρώ