Αλληγορία για το τέλος της ανθρώπινης Ιστορίας; Προαναγγελία της παγκοσμιοποίησης; Βιολογικό/οικολογικό δοκίμιο για την εξάπλωση και κυριαρχία των υποδεέστερων ειδών; Σάτιρα για τα όρια της τεχνολογικής ανάπτυξης; Δυστοπική επιστημονική φαντασία; Όλα αυτά μαζί και πολλά άλλα θα βρείτε εδώ, σε μια ιδιοφυή λογοτεχνική κατασκευή που έχει ενσωματώσει οργανικά όλα τα συστατικά του λογοτεχνικού μοντερνισμού, του φιλοσοφικού πραγματισμού και του μεσοπολεμικού εξπρεσιονισμού – μαζί και τα αντίθετά τους.
Ολα ξεκινούν σαν μια εξωτική περιπέτεια τύπου πρώιμου Κόνραντ, με απόηχους Αλντους Χάξλεϊ και πινελιές παραμυθίας. Ο τσέχος καπετάνιος Βαν Τοχ, υπάλληλος της Ολλανδικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών (ή κάτι παρόμοιο), διαπλέει το μαλαισιανό Αρχιπέλαγος σε αναζήτηση μαργαριταριών όταν ανακαλύπτει σε ένα απομονωμένο νησί στα δυτικά της Σουμάτρας ένα θεωρούμενο ως εξαφανισμένο είδος αμφίβιας σαλαμάνδρας, που οι γηγενείς θεωρούν διαβολικό. Τα ζωάκια αποδεικνύονται ωστόσο συμπαθέστατα και χρήσιμα: είναι άκακα, βαδίζουν στα πίσω πόδια, χορεύουν υπό το σεληνόφως και, το κυριότερο, ψαρεύουν στρείδια μαργαριταριών και τα προσφέρουν στον καπετάνιο. Μάλιστα αποδεικνύονται ιδιαίτερα ικανά στη χρήση εργαλείων, αρχίζοντας από τους σουγιάδες με τους οποίους μαθαίνουν να ανοίγουν τα όστρακα.
Αργότερα ο καπετάνιος θα επισκεφτεί έναν παλιό συμμαθητή του πίσω στην Τσεχία, τον σπουδαίο επιχειρηματία Μπρόντι, οραματιστή μιας παγκόσμιας ευημερίας με προπομπό την τεχνολογία. Ο καλός αυτός βιομήχανος θα χρηματοδοτήσει τη συστηματική αξιοποίηση της ανακάλυψης του Βαν Τοχ. Θα αγοράσει έναν μικρό στόλο κατάλληλα εξοπλισμένο για την εκμετάλλευση των μαργαριτοφόρων πεδίων, θα εκπαιδεύσει τα ερπετά, θα δημιουργήσει ειδικά εκτροφεία για τον πολλαπλασιασμό τους, θα ιδρύσει ένα καθετοποιημένο Συνδικάτο Σαλαμανδρών, θα τις εμφυτεύσει σε άλλα αρχιπελάγη ανά τον Ειρηνικό Ωκεανό και αργότερα ανά την υφήλιο. Το προ πολλού εξαφανισμένο αυτό είδος, επονομαζόμενο επιστημονικά «Ανδριάντας του Σόιχτσερ», αιτιολογημένα θα πολλαπλασιαστεί στις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε γι’ αυτό ο άνθρωπος – απεριόριστη τροφή και προστασία από τους κυριότερους εχθρούς του, τους καρχαρίες.
Ωσπου το εμπόριο μαργαριταριών θα γίνει ασύμφορο, ο ρομαντικός ιδεαλιστής Βαν Τοχ θα αποδημήσει εις Κύριον και τότε η Εταιρεία θα στραφεί στη συστηματική εκμετάλλευση της ίδιας της εργατικής δύναμης που παρέχουν οι υπάκουες, ευφυείς, εργατικές και χωρίς ιδιαίτερη φαντασία σαλαμάνδρες – ένα είδος που διανύει με άλματα τα εξελικτικά στάδια από τα οποία η φύση το είχε αποστερήσει. Το εμπόριο της σαλαμάνδρας ανθεί. Οι μεγάλες ναυτικές και αποικιοκρατικές δυνάμεις αποκτούν εκατομμύρια από το νέο αυτό προλεταριακό είδος, τεράστια λιμενικά έργα κατασκευάζονται ανά την υφήλιο, οι σαλαμάνδρες εξοπλίζονται και εφοδιάζονται με εκρηκτικές ύλες, οι ακτογραμμές επανασχεδιάζονται. Ολος αυτός ο οργασμός που θυμίζει σε πολλά την πρώτη και δεύτερη βιομηχανική επανάσταση απολήγει σε ιδιαίτερη άνθηση των τομέων της εξόρυξης, της μεταποίησης, της ενέργειας και των κατασκευών ενώ σταδιακά οι σαλαμάνδρες εξελίσσονται σε λαίμαργους καταναλωτές κάθε είδους προϊόντων ανατροφοδοτώντας τον κύκλο της ανάπτυξης.
Κοινωνικά κινήματα
Ολα αυτά δίνονται με κατεδαφιστική σκωπτικότητα, ζωντάνια και επιστημονική ακρίβεια από τον Τσάπεκ. Οπως μετά λόγου γνώσεως αποδίδεται και η γένεση κοινωνικών κινημάτων που εισάγουν σχετική νομοθεσία και εργασιακά ή άλλα δικαιώματα αυτού του νεόκοπου εργατικού δυναμικού. Οι σαλαμάνδρες εισάγονται στο κόσμο της κουλτούρας και της επιστήμης, αποκτούν πρόσβαση στην εκπαίδευση, μαθαίνουν τις ανθρώπινες γλώσσες ανάλογα με τη χώρα της οποίας γίνονται υπήκοοι ενώ αναφύονται με πικρά ξεκαρδιστικό τρόπο διαμάχες περί τη φύση τους, την ικανότητά τους να κατανοήσουν μεταφυσικές έννοιες, την ψυχολογία, την αναπαραγωγή, ακόμη και την κατάλληλη γι’ αυτές θρησκεία. Ο αναγνώστης εκπλήσσεται διαρκώς από την πειστική ευρηματικότητα του συγγραφέα ως προς την πύκνωση της Ιστορίας, την επαπειλούμενη βία, τα συνάδοντα με την πρόοδο ηθικά διλήμματα, τις συγκρούσεις και ανταγωνισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, τον τρόπο και τα κίνητρα λειτουργίας της καπιταλιστικής επιχείρησης, τις προόδους της επιστήμης κ.ο.κ. Από συμπαθητικά, υπάκουα ζωάκια οι σαλαμάνδρες εξελίσσονται σε απαιτητικούς καταναλωτές και εν δυνάμει πολεμιστές. Εχουν ανάγκη από επιμηκέστερες ακτές για να γεννούν τα αβγά τους και άρα οφείλουν να αναδιατάξουν την παγκόσμια γεωγραφία, εις βάρος φυσικά των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων χωρών. Η έννοια του ζωτικού χώρου, κεντρική τα χρόνια εκείνα όπου ο Πόλεμος ήταν επί θύραις, θα αποτελέσει την κατευθυντήρια δύναμή τους. Η σύγκρουση μέχρις εσχάτων ακολουθεί αναπόφευκτα. Το ανθρώπινο είδος είναι από χέρι χαμένο με βίαιους τρόπους ή απλώς με τη διαρκή επέκταση του ζωτικότατου και οπορτουνιστικού αυτού είδους.
Ο αφηγητής
Η μοναδική αχτίδα ελπίδας
Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται αναδρομικά, από κάποια στιγμή στο μέλλον. Συγγραφέας της – όπως αποδεικνύεται στη μεταμυθοπλαστική στροφή του τελευταίου κεφαλαίου – είναι ο γιος του θυρωρού που έμπασε κάποτε στο σπίτι του βιομηχάνου Μπόντι τον ρομαντικό καπετάνιο Βαν Τοχ. Αυτός ο απλοϊκός άνθρωπος, συνειδητοποιώντας πως άθελά του άλλαξε τον ρου της ιστορίας, παρακολουθεί με περηφάνια και καταλεπτώς την πορεία εποικισμού του πλανήτη από τη σαλαμάνδρα, κρατώντας αρχεία και αποκόμματα εφημερίδων. Ετσι μαθαίνουμε κι εμείς την ιστορία μέσω του γιου του, με ανακοινώσεις σε συνέδρια, δελτία Τύπου, επιστημονικές εργασίες, ρεπορτάζ, πολεμικά ανακοινωθέντα και πρακτικά διοικητικών συμβουλίων. Η χρονική απόσταση της αφήγησης επιτρέπει και τη μοναδική αχτίδα Ικάτι να έχει απομείνει από τον δυτικό πολιτισμό αφού κάποιος (ο γιος του θυρωρού) μας αφηγείται αυτό χρονικό, θα σκεφτεί ο αναγνώστης.
Ο Κάρελ Τσάπεκ έγραψε και άλλα σημαντικά προφητικά έργα, μεταξύ αυτών και πολλά θεατρικά. Θεωρείται μάλιστα ο εισηγητής της λέξης «ρομπότ», από μια τσεχική ρίζα που υποδηλώνει τον δουλοπάροικο. Διά χειρός Δημοσθένη Κούρτοβικ, η μετάφραση αποτελεί εγγύηση πιστότητας και γλαφυρότητας παρά τις δύσβατες επιστημονικές ηπείρους όπου μας εισάγει το βιβλίο.
Ο πόλεμος με τις σαλαμάνδρες
Mτφ. – πρόλογος Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μέδουσα, 2018 σελ. 295
Τιμή: 15,70 ευρώ