«Ποτέ δεν έγραψα έχοντας κάποιου είδους πλάνο ή σχέδιο κατά νου· πάντοτε προσπαθούσα να ακολουθώ το τυχαίο και τη διαίσθηση. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας είμαι χαμένη και αβέβαιη, και όσο μεγαλύτερη εμπειρία αποκτώ ως συγγραφέας, τόσο περισσότερο βασίζομαι στην αβεβαιότητα αυτή, τόσο πιο βαθιά αφήνω κάθε φορά τον εαυτό μου να βυθιστεί στο άγνωστο, τόσο πιο μακριά από την αφετηρία αφήνω να περιπλανηθούν τα μονοπάτια ώσπου τελικά να συγκλίνουν, ή τουλάχιστον να καταλήξουν κάπου». Ετσι περιέγραφε η ίδια η Νικόλ Κράους τον τρόπο με τον οποίο προσέρχεται στο μυθιστορηματικό εγχείρημα σ’ ένα κείμενό της γραμμένο την περίοδο που κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Οταν όλα καταρρέουν» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, 2012), και μάλλον έτσι καλεί και τον αναγνώστη της να προσέλθει στα κείμενά της. Σαν να μπαίνει σε μια selva oscura πρόθυμος να χαθεί, αφού το μονοπάτι που αχνοφαίνεται ανάμεσα στις κειμενικές συστάδες είναι αβέβαιο πού θα τον οδηγήσει.
Στο «Δάσος σκοτεινό», αυτό το δεξιοτεχνικά γραμμένο υβρίδιο μυθοπλασίας, αυτοβιογραφίας και δοκιμίου, η Νικόλ Κράους χρησιμοποιεί «τη λογική και την καλοζυγισμένη ομορφιά για να δημιουργήσει μια μορφή ικανή να περιέχει το άμορφο», χωρίς να φοβάται «την έλλειψη συνάφειας και τάξης», η οποία πράγματι αναδύεται μέσα από τις ρωγμές της αφήγησης. Η συγγραφέας εναλλάσσει τις ιστορίες δύο Αμερικανών εβραϊκής καταγωγής που ταξιδεύουν στο Τελ Αβίβ αναζητώντας κάτι που δεν μπορούν να ονομάσουν. Ο ένας είναι ο πολυεκατομμυριούχος δικηγόρος Τζουλς Επστιν, που στα εξήντα οκτώ του χρόνια εγκαταλείπει τα πάντα, χαρίζει την περιουσία του και επιχειρεί ένα πνευματικό ταξίδι χωρίς χάρτη, για να εξαφανιστεί, στο τέλος, χωρίς ίχνη. Η άλλη είναι η Νικόλ, μια νεαρή συγγραφέας κοντά στα σαράντα, που θα αποδράσει από τον τακτοποιημένο της κόσμο (ένας σύζυγος από τον οποίο αισθάνεται αποξενωμένη, δυο γιοι μικρής ηλικίας) αλλά και από την προσωπική της κρίση – που εκδηλώνεται με το διαβόητο writer’s block, την αδυναμία της να γράψει, τις αϋπνίες, τη συνειδητοποίηση ότι ο γάμος της οδεύει προς το τέλος του -, για να αναζητήσει στον καταγωγικό της τόπο, απομακρυνόμενη από «τα άνυδρα λιβάδια της λογικής», το «αγλαό άγνωστο», λαχταρώντας την αναμάγευση του κόσμου.
Μεταφυσικό ταξίδι
Οι ήρωές της λοιπόν, ο πρώτος αντιμέτωπος με τα γηρατειά και τη θνητότητα, η δεύτερη μ’ ένα μυθιστόρημα που της αντιστέκεται, εισέρχονται σ’ ένα δάσος σκοτεινό, ξεκινούν ένα μεταφυσικό ταξίδι. Και οι δυο αντιλαμβάνονται ότι η σύμβαση μέσα στην οποία έχουν εγκλωβίσει τη ζωή τους αντιβαίνει την πραγματική τους φύση· και οι δυο διαμένουν για ένα διάστημα στο Χίλτον του Τελ Αβίβ, το μπρουταλιστικό κτίριο που η Νικόλ το βλέπει σαν «μια μεταφορά της οποίας το κλειδί αδυνατεί να βρει»· και οι δυο πηγαίνουν στην έρημο· και οι δυο αναλογίζονται τη στιγμή της σύλληψής τους· και οι δυο λαχταρούν να επιστρέψουν στον τόπο του θαύματος, σε μια κατάσταση που να θυμίζει την εκστατική πρόσληψη του κόσμου όταν ήταν παιδιά. Κατά τα άλλα, οι παράλληλες αφηγήσεις δεν συγκλίνουν, παρά την πνευματική δίψα που συνέχει τους δυο ήρωες. Αν κάτι τις συνδέει είναι ο τόπος – το Ισραήλ, η σιωνιστική παράδοση, το βάρος της ιστορίας, η βία, η επώδυνη συνύπαρξη δύο χωρών «που αρνούνται η μία την πραγματικότητα της άλλης, επειδή φοβούνται τι μπορεί να σημαίνει και πόσο μπορεί να τις αλλάξει» – και η αιφνίδια διασταύρωση των ηρώων με δυο εμβληματικά πρόσωπα του εβραϊσμού: για τον Επστιν είναι ο βιβλικός Δαβίδ, πάνω στον θρύλο του οποίου γυρίζεται μια ταινία την οποία προτίθεται να χρηματοδοτήσει· για τη Νικόλ είναι ο Κάφκα, ο οποίος, όπως θα της αποκαλύψει ένας μυστηριώδης ηλικιωμένος λόγιος – ίσως και πράκτορας της Μοσάντ -, δεν έχει πεθάνει από φυματίωση το 1924 και δεν έχει ενταφιαστεί στην Πράγα, αλλά έχει μεταναστεύσει στο Ισραήλ και έχει ζήσει ώς το 1956 την ανώνυμη, γαλήνια ζωή ενός κηπουρού της ερήμου. Ο Επστιν θα χαθεί γλιστρώντας σε μια πανάρχαια ρεματιά, φορώντας στο κεφάλι την κορόνα του Δαβίδ· η Νικόλ θα βιώσει τον ίλιγγο μιας αποκάλυψης ενώ ψήνεται από πυρετό κουλουριασμένη σ’ ένα κρεβάτι που ίσως ανήκε στον Κάφκα.
Στοχασμός
Το «Δάσος σκοτεινό» είναι ένας μακροσκελής στοχασμός για τη σχέση μυθοπλασίας και πραγματικότητας, για την αξιοπιστία της αισθητηριακής εμπειρίας, για τη σταθερότητα και το αμετάλλακτο του εαυτού· ένα οιωνεί μυθιστόρημα που συνδυάζει εξομολόγηση, αυτοδραματοποίηση και μεταμυθοπλαστική επικοινωνία με νεκρούς συγγραφείς: τον Κάφκα ως απλησίαστο πρότυπο, αλλά κυρίως τον Φίλιπ Ροθ ως επιδραστική παρουσία, σε κάθε στροφή της πλοκής. Γιατί όπως ο Ροθ φαντάζεται ότι η Αννα Φρανκ έχει επιβιώσει από το Ολοκαύτωμα και έχει μεταναστεύσει στην Αμερική στα έργα του «Ο συγγραφέας-φάντασμα» και «Φεύγει το φάντασμα», έτσι και η Κράους θέλει τον Κάφκα ζωντανό, «επιρρεπή στην ελπίδα και τη ζωηρή λαχτάρα»· όπως ο Ροθ αποτυπώνει τη βασανιστική σχέση του με τη φήμη στο «Ζούκερμαν λυόμενος», έτσι και η Κράους επανέρχεται (χωρίς ωστόσο τον αυτοσαρκασμό του Ροθ, αλλά, ατυχώς, με κάποια αυταρέσκεια) στην αναγνωρισιμότητά της· όπως ο Ροθ αντιπαραθέτει εναλλακτικές πραγματικότητες στην εκπληκτική του «Αντιζωή», έτσι και η Κράους παίζει με τις διαδοχικές μεταμορφώσεις του εαυτού. Ενα μυθιστόρημα πυκνό, πολυεπίπεδο, που διαρρηγνύει τα όρια των ειδών, γεμάτο αντηχήσεις, τις οποίες μεταφέρει με δεξιότητα η μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
Δάσος σκοτεινό
Μτφ. Ιωάννα Ηλιάδη, εκδ. Μεταίχμιο 2018, σελ. 348
Τιμή: 16,60 ευρώ