Το νιώθεις μετά την πρώτη ανάγνωση: κάτι αντιστέκεται στην εύκολη ερμηνεία του βιβλίου. Για κάποιον λόγο δεν πρέπει να αφεθείς στο τελεσίδικο συμπέρασμα ότι ο ισραηλινός συγγραφέας Σ. Γιζάρ (ψευδώνυμο του Γιζάρ Σμιλάνσκι) καταδικάζει τους στρατιώτες που πήραν μέρος στις απελάσεις του 1948, βιαιοπράγησαν εναντίον των Παλαιστινίων, τους εξευτέλισαν και έκλεψαν τη γη τους. Δεν πρέπει, ακόμη και όταν όλα αυτά τα στοιχεία δηλώνονται ξεκάθαρα ή υπονοούνται κατά την αφήγηση. Αν ήταν μόνο πολεμική και καταγγελτική, δεν θα ήταν νουβέλα. Και αν ήταν μόνο μια διήγηση περασμένων μεγαλείων, θα έχανε τις υπαρξιακές αναφορές του.
Το «Χιρμπέτ Χιζέ» είναι μια αίθουσα με παραμορφωτικούς καθρέφτες. Οι ισραηλινοί στρατιώτες – μια ομάδα νέων της εποχής – εισέρχονται εκεί με βαρεμάρα και ανία (τα συναισθήματα που κυριαρχούν στο πρώτο μισό) για να αντικρίσουν όσα φοβούνται. Ο αφηγητής την εσωτερική του συνείδηση (και τη συνείδηση άραγε ενός υπό διαμόρφωση έθνους;), οι υπόλοιποι το καθήκον που δεν παίρνει αναβολή και τα «φαντάσματα» των αντιπάλων. Μέχρι να βγουν από την αίθουσα – το φανταστικό χωριό που πρέπει να εκκενωθεί από τους Παλαιστινίους – όλα θα έχουν αλλάξει. Κι ο καθένας θα πρέπει να κουβαλήσει – σαν να ήταν αυτό ένα κυριολεκτικό βάρος – τη μνήμη με όλα τα τραύματα, τις ρηγματώσεις και τις ανοιχτές πληγές της. Ο αφηγητής το δηλώνει ήδη από τις πρώτες σειρές. Εν αρχή ην ο λόγος της ανάμνησης, που μας διαμορφώνει: «Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά συνέβησαν πριν από πολύ καιρό, κι όμως από τότε με κυνηγάνε». Ο αναγνώστης βιάζεται να αποκωδικοποιήσει τη λέξη «όλα» πίσω από την οποία κρύβεται ο αδυσώπητος χρόνος. Θα χρειαστεί να αφουγκραστεί την πληγωμένη αυτοσυνειδησία του στρατιώτη – αφηγητή, την εσωτερική σύγκρουση με το ιστορικό χρέος, τη σιωπή (;) του Θεού, την ερημιά και τον θρήνο, που μαζί με άλλα στοιχεία της εξωτερικής «σκηνογραφίας» μοιάζουν βγαλμένα από τη Βίβλο (όπως η συκιά κάτω από την οποία συναθροίζονται οι παλαιστίνιοι χωρικοί, η οποία θυμίζει τη συκιά που εξηράνθη από τον Ιησού) και το Ολοκαύτωμα («τα φορτηγά της εξορίας»).
Θα μπορέσει όμως να ακούσει και την εσωτερική φωνή των «αντιπάλων», οι οποίοι απέχουν από την παραμορφωτική συλλογική φαντασίωση των επόμενων χρόνων. Στη θέα του σπιτιού της που διαλύεται από έκρηξη των ισραηλινών στρατιωτών η Παλαιστίνια στέκεται αγέρωχη μέσα στην αξιοπρέπειά της – και αυτή είναι μια σύλληψη του Yizhar: «Είχε συνειδητοποιήσει ξαφνικά, έτσι φαινόταν, ότι το θέμα δεν ήταν πια να καθίσει κάτω από τη συκιά για να ακούσει τι ήθελαν οι Εβραίοι και ύστερα να γυρίσει σπίτι της, αλλά το ότι το σπίτι και ο κόσμος της είχαν τελειώσει οριστικά και όλα είχαν σκοτεινιάσει και διαλυθεί. Ξαφνικά είχε συλλάβει κάτι αδιανόητο, τρομερό, απίστευτο και σκληρό…».
Η εξορία
Το βιβλίο γράφεται το 1949, έναν χρόνο μετά την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Είναι ακόμη, σύμφωνα με μία παλιότερη αναφορά του Αβραάμ Γεοσούα στους «New York Times», η εποχή που το Ισραήλ μπορεί να απορροφήσει την κριτική εκ των έσω. Το «Χιρμπέτ Χιζέ» θα περάσει, άλλωστε, από το 1964 στη διδακτέα ύλη του Γυμνασίου (αν και δεν μπορεί να είναι κανείς σίγουρος εάν χρησιμοποιήθηκε απλώς σαν άλλοθι για τις ενοχές του έθνους). Οι μαθητές έκτοτε ανακαλύπτουν τον συγγραφέα που έβαλε στη θέση των Εβραίων τους Παλαιστινίους: «Αυτοί που διώχναμε σήμερα από δω ήταν εντελώς διαφορετικό πράγμα. Για στάσου. Δύο χιλιάδες χρόνια εξορίας. Ολόκληρη η ιστορία. Εβραίοι να σκοτώνονται. Ευρώπη». Την ίδια στιγμή, όμως, ο ισραηλινός αφηγητής αποκτά συνείδηση και ταυτότητα – «κάτι με χτύπησε σαν κεραυνός» – βάζοντας τον εαυτό του στη θέση των Παλαιστινίων. «Ξαναδιαβάζει» τη μνήμη του τόπου μέσα από το δράμα των αντιπάλων, παραλλαγή του εβραϊκού δράματος στην έρημο. «Ετσι ήταν η εξορία… Πέρασα ανάμεσά απ’ όλους τους, ανάμεσα σ’ αυτούς που έκλαιγαν φωναχτά, σ’ αυτούς που έτριζαν τα δόντια τους σιωπηλά… Ηθελα να ανακαλύψω αν μεταξύ τους υπήρχε έστω ένας Ιερεμίας, να θρηνεί και να φλέγεται».
Απ’ τον εποικισμό εκείνον ο απόηχος του λυγμού δεν έχει σταματήσει. «Κι αυτοί οι άνθρωποι που θα έρχονταν να μείνουν σ’ αυτό το χωριό; Δεν θα τους βασάνιζαν τα αφτιά τα ουρλιαχτά από τους τοίχους;… Δεν θα καταλάβαιναν οι νέοι κάτοικοι του χωριού ότι ο αέρας ήταν βαρύς, φορτωμένος με σκιές, φωνές και βλέμματα».
(Yizhar Smilansky)
Ηταν το Χιρμπέτ Χιζέ
Μτφ. Ιων Βασιλειάδης,
εκδ. Μελάνι, 2018, σελ. 103
Τιμή: 12 ευρώ