Στις 16 Φεβρουαρίου 2006 ο φοιτητής Μουσικών Σπουδών Edward W. Guo ήταν 18 ετών, αλλά διέθετε όλες τις απαραίτητες γνώσεις για να δημιουργήσει μία από τις σημαντικότερες ψηφιακές βιβλιοθήκες παγκοσμίως, τη Διεθνή Μουσική Βιβλιοθήκη Petrucci/IMDLP. Εναν χρόνο αργότερα όμως, εξαιτίας νομικών απαιτήσεων από τη Universal Edition, η Βιβλιοθήκη κλείνει. Η παύση τής λειτουργίας σχετιζόταν με ορισμένα έργα που είχαν ανεβεί στον δημόσιο τομέα του server στον Καναδά, όπου δεν παρέχεται επαρκής προστασία περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Μια παρέμβαση, ωστόσο, του ακαδημαϊκού Michael Geist το 2007 στο BBC υπενθύμισε τη διαμάχη και άνοιξε τον δρόμο ώστε λίγους μήνες αργότερα η εν λόγω σελίδα να ανοίξει και πάλι. Ετσι, από την έναρξή της μέχρι σήμερα παρέχει αποτελέσματα για περίπου 9.000 έργα από 1.000 και πλέον συνθέτες. Ο βασικός στόχος είναι να συγκεντρώσει όλες τις παρτιτούρες που ανήκουν στον δημόσιο τομέα και να διευκολύνει την ανταλλαγή μουσικών ιδεών.

Με τον τρόπο της επαναφέρει ένα βασικό πρόβλημα στην παγκόσμια «βιβλιογραφία της παρτιτούρας»: σε ποιον ανήκουν οι παρτιτούρες, πώς διακινούνται και πόσο αξιόπιστες είναι;

Ακριβή μου παρτιτούρα

Το μουσικό υλικό κινείται παγκοσμίως μέσω των πολυεθνικών εταιρειών – με ενδιάμεσους σε κάθε χώρα. Το κριτήριο επιλογής για συγκεκριμένες παρτιτούρες συνδέεται, σύμφωνα με τον Γιάννη Μπελώνη, διδάκτορα της Μουσικολογίας στο ΕΚΠΑ και υπεύθυνο του Αρχείου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με την αξιοπιστία τους. «Επειδή υπάρχουν διάφορες εκδοχές των έργων, προσανατολιζόμαστε σε ποια από τις εκδόσεις επιθυμούν να παίξουν ο μαέστρος και ο σκηνοθέτης του κάθε έργου. Αν υπάρχουν εκδόσεις που ταυτίζονται, προσπαθούμε να προσαρμοστούμε στο μπάτζετ που έχουμε ως οργανισμός. Βεβαίως έχοντας εξασφαλίσει την ποιότητα». Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; «Υπάρχουν παρτιτούρες που είναι ανατυπώσεις από τις πρώτες εκδόσεις, οπότε κατά περίπτωση υπάρχουν εκδοτικά δικαιώματα. Ετσι ανατυπώνονται διατηρώντας τα λάθη που υπήρχαν στις προηγούμενες εκδόσεις – σε νότες, στο κείμενο ή στα διάφορα εμβόλιμα σημεία. Τα πιο πολύπλοκα βέβαια έργα είναι τα οπερατικά εξαιτίας της διάρκειας και της σκηνικής δράσης». Τα ευαίσθητα σημεία που κρίνουν την αξιοπιστία μιας παρτιτούρας δεν σταματούν εδώ: «Μπορεί επίσης να υπάρχουν μεταγενέστερες εκδοχές, όπου ενδεχομένως έχουν αλλάξει κάποια σημεία, αλλά να μην έχουν ενσωματωθεί σ’ αυτές. Πολλά πράγματα μπορεί να είναι προβληματικά σε μια παρτιτούρα ή σε πάρτες (σ.σ.: το μουσικό μέρος που αφορά το κάθε όργανο)». Αλλά η τιμή δεν διαμορφώνεται προς τα κάτω απαραίτητα, εξηγεί ο Γιάννης Μπελώνης: «Οταν έχουν λήξει τα δικαιώματα και δεν κάνεις καινούργια έκδοση αλλά επανεκτύπωση – από εταιρείες που έχουν κλείσει -, με αποτέλεσμα να τις παίρνουν δωρεάν οι νέοι εκδοτικοί οίκοι, είναι σαφές ότι η ποιότητα δεν έχει προσαρμοστεί στα σημερινά δεδομένα. Ετσι, κάποιος πρέπει ν’ αποφασίσει αν θα παίξει με μια παλαιότερη παρτιτούρα, με διάφορα προβλήματα, ή με μια νεότερη που είναι πιο καθαρή στην εκτύπωσή της αλλά ακριβότερη. Μπορεί δηλαδή η τιμή της να είναι διπλάσια. Το σημαντικότερο πάντως ζήτημα είναι εάν δεν είναι καλά τυπωμένη η παρτιτούρα». Ποιο είναι το επόμενο βήμα που πρέπει να γίνει για την εσωτερική αγορά της παρτιτούρας; «Η μεγάλη μου αγάπη είναι η ελληνική μουσική και ως εκ τούτου θα προσπαθούσα να εκδοθούν τα εκατοντάδες έργα ελλήνων συνθετών, όπως του Σαμάρα, του Λαβράγκα, του Αξιώτη, του Λαμπελέτ και άλλων. Για να παιχτούν και να τα αξιολογήσουν και στο εξωτερικό. Υλικό που δεν παίζεται δεν μπορεί να αξιολογηθεί και να ταξινομηθεί στο μέτρο της ιστορίας της μουσικής».

Η ελληνική πραγματικότητα

Η Μουσική Βιβλιοθήκη των Φίλων της Μουσικής διαθέτει αυτή τη στιγμή περίπου 35.000 παρτιτούρες. Το κόστος για την απόκτησή τους κυμαίνεται από 30 έως και 400 ευρώ. Σε αυτές περιλαμβάνονται παρτιτούρες για όλα τα είδη μουσικής – από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 21ο αιώνα -, αλλά και κριτικές, συλλογικές εκδόσεις και χρηστικές παρτιτούρες.

Οπως εξηγεί η Στεφανία Μεράκου, υπεύθυνη της Βιβλιοθήκης, οι παρτιτούρες «καλύπτουν τη δυτική μουσική, ενώ ιδιαίτερη και μοναδική είναι η συλλογή έργων ελλήνων συνθετών. Δεν υπάρχει γνωστός συνθέτης που να μη διαθέτουμε τον πλήρη κατάλογο έργων του εφόσον έχουν δημοσιευθεί.

Η Μουσική Βιβλιοθήκη διαθέτει επίσης χειρόγραφες παρτιτούρες ως μέρος των 38 αρχείων συνθετών και καλλιτεχνών που έχει, καθώς και έντυπα και χειρόγραφα με βυζαντινή μουσική σημειογραφία. Απευθύνονται σε ερευνητές, σπουδαστές μουσικής σε πανεπιστήμια και ωδεία, αλλά και στον κάθε μουσικόφιλο. Διατίθενται για μελέτη και επιτρέπεται η αναπαραγωγή κατά περίπτωση ανάλογα με τη νομοθεσία περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι Φίλοι της Βιβλιοθήκης μπορούν να δανειστούν σύμφωνα με τον κανονισμό».

Η βασική αγορά έγινε το 1995-1997 και με ειδικό σχεδιασμό, οπότε και δημιουργήθηκε η συλλογή, καθώς σκοπός είναι να καλύψει τις ανάγκες σπουδαστών και καλλιτεχνών στην Ελλάδα, επισημαίνει η Στεφανία Μεράκου. «Αγοράστηκαν τότε πάνω από τα 3/4 του αριθμού που διαθέτουμε σήμερα. Εκτοτε η συλλογή συμπληρώνεται με νέες έγκριτες εκδόσεις και ειδικότερα νέων έργων κυρίως σύγχρονων συνθετών του 20ού και του 21ου αιώνα. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε εκδόσεις ελλήνων συνθετών και κυρίως συνθετών που ζουν και δημιουργούν στο εξωτερικό». Το ενδιαφέρον τώρα των υπευθύνων της Μουσικής Βιβλιοθήκης έχει στραφεί στην εργογραφία ελλήνων συνθετών και συνθετών της Διασποράς, καθώς δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ελλείψεις στο ευρύ ρεπερτόριο.

Ψηφιοποίηση τώρα!

Το 1995 ο συνθέτης Δημήτρης Τερζάκης έγραψε τη μουσική για την παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου «Επτά επί Θήβας». Οι καθαρές πάρτες που έφτασαν στα αναλόγια των μουσικών είχαν την υπογραφή του Γιάννη Σαμπροβαλάκη, μουσικολόγου, κλαρινετίστα και ενορχηστρωτή, μέλους της Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και συνιδρυτή του Κέντρου Ελληνικής Μουσικής. «Ηταν η πρώτη μου εργασία πάνω σε παρτιτούρες. Οι περισσότεροι μουσικοί δεν μπορούν να διαβάσουν χειρόγραφες παρτιτούρες – δεν είναι πάντα ευκρινείς οι νότες που σημειώνουν οι συνθέτες -, οπότε η καθαρή γραφή μέσω της ψηφιακής μορφής είναι απαραίτητη. Τότε δεν φανταζόμουν ότι θα γινόταν τόσο σημαντικό κομμάτι της επαγγελματικής μου δραστηριότητας και της έρευνάς μου». Η επόμενη συστηματική δράση που ανέλαβε ήταν ως βοηθός του συνθέτη Θόδωρου Αντωνίου, στον οποίο παρέδωσε περίπου 60 ψηφιοποιημένες παρτιτούρες έργων του. Τώρα ο αριθμός αυτός για τον γνωστό κλαρινετίστα έχει ανέλθει στις 500. Δεν είναι όμως το μέγεθος της εργασίας που χαροποιεί τον Γιάννη Σαμπροβαλάκη, αλλά το γεγονός ότι ο κύριος όγκος της ψηφιοποίησης των χειρογράφων αφορά έλληνες συνθέτες: Νίκος Σκαλκώτας, Δημήτρης Μητρόπουλος, Μανώλης Καλομοίρης, Χαρίλαος Περπέσας, Γιώργος Σισιλιάνος, Ανέστης Λογοθέτης, Θόδωρος Αντωνίου, Περικλής Κούκος κ.ά.

Σε λίγο καιρό θα κυκλοφορήσει ένας ακόμη τόμος με παρτιτούρες από 17 έργα του Σπύρου Σαμάρα, προϊόν έρευνας και εργασίας τόσο του Γιάννη Σαμπροβαλάκη όσο και του Γιάννη Τσελίκα και της Σοφίας Κοντόση. «Τώρα έχουμε ξεκινήσει την ψηφιοποίηση του έργου του Δημήτρη Μητρόπουλου “Concerto grosso” που θα παρουσιαστεί από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τον Ιανουάριο».