Τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, η τακτική «Διαίρει και Βασίλευε» είναι τόσο πανάρχαια όσο και η ίδια η έννοια της τακτικής αυτής καθεαυτής. Μπορεί κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα η ομώνυμη ρήση να συνυφάνθηκε με τους αποικιοκράτες – ιδίως με τους Βρετανούς – αλλά η αλήθεια είναι πως χρησιμοποιήθηκε από την πρώτη στιγμή που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι απέναντί του στέκεται ένας αντίπαλος με υπέρτερες δυνάμεις και, δεύτερον, αυτές οι δυνάμεις θα αντιμετωπιστούν ευκολότερα – και με ασυγκρίτως περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας – εάν διασπαστούν. Αυτή άλλωστε, στους νεότερους χρόνους, είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην προναπολεόντειο και την μεταναπολεόντειο περίοδο. Οσοι έχετε δει τον «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ, θα θυμάστε ίσως ότι, πριν από τον Ναπολέοντα, οι στρατοί παρατάσσονταν μετωπικά ο ένας αντίκρυ στον άλλον, άρχιζαν το τουφεκίδι και φυσιολογικά κέρδιζε όποιος από τους δύο διέθετε πιο πολλά από τα αναλώσιμα στρατιωτάκια. Ο Βοναπάρτης τα άλλαξε όλα αυτά. Εμαθε στους αντιπάλους του, με τον σκληρό τρόπο, τι σημαίνει «ελιγμός». Από την πλευρά τους οι αντίπαλοί του το έμαθαν τόσο καλά, ώστε δεν παρέλειψαν να το εφαρμόσουν εναντίον του.
Ασφαλώς, κάθε απόπειρα να συγκρίνει κανείς τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη με τον Αλέξη Τσίπρα δεν μπορεί να εκληφθεί ούτε ως κρύο καλαμπούρι σε βιντεοταινία του αείμνηστου Κώστα Τσάκωνα. Μολαταύτα, οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ο πρωθυπουργός μας, αν και από στρατηγική έχει μάλλον μαύρα μεσάνυχτα, δεν στερείται δεξιοτήτων τακτικισμού. Αντιλαμβάνεται την πολιτική του επιβίωση ως μια μάχη εκ του συστάδην, μια μάχη που δίνεται μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, ανεξαρτήτως μακροπρόθεσμων συνεπειών και προφανώς εις βάρος αυτής της δύσμοιρης χώρας. Και μόνον το γεγονός ότι επέτρεψε ένας τομέας όπως ο Στρατηγικός Σχεδιασμός να συνδεθεί άρρηκτα με το όνομα εκείνου του παραγνωρισμένου Κλαούζεβιτς, του Καρανίκα, καταδεικνύει ότι ο Τσίπρας δεν απομακρύνθηκε ποτέ πραγματικά από τον χαβαλέ των γυμνασιακών του χρόνων. Και αν κάτι τέτοιο δεν κολακεύει τον ίδιον, φανταστείτε πόσο κολακεύει όλους εμάς που κάποτε τον στηρίξαμε ή τον ψηφίσαμε.
Πρώτη ένδειξη ότι ο Τσίπρας ήταν μεγάλη μαλαγάνα στον τακτικισμό είχαμε με τον εκλογικό νόμο. Παρότι ο ΣΥΡΙΖΑ ουδέποτε έφθασε στο φαντασιακό επίπεδο του ΚΚΕ (φανατικού θιασώτη του αναλογικότερου συστήματος στις εκλογές μέχρις ότου πάρει την εξουσία και τις καταργήσει πλήρως), ήταν και αυτός υπέρ της «απλής και άδολης», αν και οι κατά καιρούς αμφιθυμικές του προτάσεις για την αλλαγή του, ούτε απλές, ούτε άδολες ήταν. Οσο βρισκόταν μακριά από την εξουσία, το «ποίημα» μεταβιβαζόταν απαράλλαχτο από γενιά σε γενιά: κάθε ψήφος πρέπει να μετράει το ίδιο· κανένας παραμορφωτικός καθρέφτης δεν πρέπει να μπαίνει ανάμεσα στη θέληση του εκλογικού σώματος και στην εκπροσώπησή του στο Κοινοβούλιο – πόσω μάλλον ένα μπόνους τόσο «ληστρικό» όσο το μπόνους των πενήντα εδρών στο πρώτο κόμμα. Δευτερεύουσες λεπτομέρειες, όπως η ανάγκη να μην υποκύπτουν τα μεγάλα κόμματα στους εκβιασμούς των μικρότερων, να μην παραλύσει η χώρα και – φτου, κακά! – επιτέλους κάποτε να κυβερνηθεί, δεν ήταν παρά προσχήματα των κυρίαρχων αστικών κομμάτων προκειμένου να εναλλάσσονται ανεμπόδιστα στην εξουσία. Σταθερός εκφραστής αυτής της κρυστάλλινης όσο κι ελάχιστα πρακτικής αντίληψης ήταν διαχρονικά ο φίλτατος Μανώλης Γλέζος. Ο σεβάσμιος γέροντας είχε και άλλες ρηξικέλευθες ιδέες, όπως την κατάργηση της βουλευτικής αποζημίωσης και την αντικατάστασή της με το μεροκάματο του ανειδίκευτου εργάτη. Περιττό να προσθέσω πόσο… δημοφιλείς ήταν αυτές οι ιδέες στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, την εποχή που παρεπιδημούσα κι εγώ στις γραμμές της.
Οι προνοητικοί δεν απορρίπτουν ποτέ έναν πειρασμό προτού τον δοκιμάσουν. Σε αυτή τη λούμπα έπεσε και ο ΣΥΡΙΖΑ. Τον Ιανουάριο του 2015 βρέθηκε στην εξαιρετικά ευχάριστη/δυσάρεστη θέση να πάρει την εξουσία μ’ έναν εκλογικό νόμο που είχε τόσο επιτακτικά και κατ’ επανάληψη αποδοκιμάσει. Τελικά, εκείνο το επάρατο «ληστρικό» μπόνους των πενήντα εδρών δεν ήταν και τόσο επονείδιστο εάν ήσουν εσύ ο «ληστής». Για να το θέσω χωρίς τζιριτζάντζουλες: δίχως το «μπόνους» ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει τη Δεδηλωμένη στο Κοινοβούλιο, ακόμη και αν επαναλαμβανόταν η «ύβρις», ακόμη και αν τον υποστήριζε πάλι ένα ακροδεξιό κόμμα όπως οι Ανεξάρτητοι Ελληνες. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούσε ν’ ακολουθήσει το ενάρετο μονοπάτι του Μανώλη Γλέζου (το μονοπάτι που διατεινόταν και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ότι ακολουθούσε όλα αυτά τα χρόνια) θα έπρεπε να στρέψει τα νώτα του στο φίδι, να μη δαγκώσει το μήλο και να οδηγήσει ξανά τη χώρα σε εκλογές. Αλλά το έχουμε ξαναπεί: αριστεροί λένε ότι είναι οι άνθρωποι· δεν λένε ότι είναι κορόιδα.
Με την ενοχλητική φωνή του Γλέζου, εξόριστη πρώτα στο Ευρωκοινοβούλιο και κατόπιν εκτός παιδιάς, κανένας από τους παλιούς συντρόφους του δεν έδειχνε διατεθειμένος να επαναφέρει στην ημερήσια διάταξη ένα τόσο «άχρηστο» ζήτημα όσο η αλλαγή του εκλογικού νόμου. Τι έχει ο εκλογικός νόμος, παιδιά; Μια χαρά είναι ο εκλογικός νόμος. «Δεν είναι άδικο», ρωτούσε ο Κόκορας του Αρκά το Γουρούνι, «να μεροληπτούν όλοι υπέρ των Ομορφων;». – «Δεν είναι άδικο για μας τους Ομορφους», απαντούσε το Γουρούνι. Ετσι και ο ΣΥΡΙΖΑ. Οσο έπνεε ούριος άνεμος στα δημοσκοπικά του ποσοστά, δεν έβλεπε για ποιο λόγο θα έπρεπε να βγάλει τα ματάκια του με τα χεράκια του. Οταν, το καλοκαίρι του 2016, τα δημοσκοπικά ποσοστά του πήραν την κατρακύλα και φάνηκε πως χάνει την πρώτη θέση ανεπιστρεπτί – τουλάχιστον στο ορατό μέλλον – ανακάλεσε, από τα βάθη της αριστερής του μνήμης, την προγραμματική του δέσμευση για την απλή και άδολη αναλογική. Οχι εντελώς. Τύπου απλή, τύπου άδολη. Στην πραγματικότητα, μια αναλογική που αβαντάρει το δεύτερο κόμμα εις βάρος του πρώτου, χωρίς όμως να δίνει και στο τρίτο κόμμα τη δυνατότητα να σχηματίσει κυβέρνηση μαζί με το δεύτερο. Ουσιαστικά πριμοδοτεί την ακυβερνησία. Αυτή η «κουτοπονηριά» δεν πέρασε απαρατήρητη από τους μνηστήρες τότε της τρίτης θέσης, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και Το Ποτάμι (οι ναζιστές της Χρυσής Αυγής απείχαν της ψηφοφορίας): δεν τσίμπησαν το «δόλωμα» και – φαινομενικά κόντρα στα συμφέροντά τους – δεν εισέφεραν τον οβολό τους για την ενισχυμένη πλειοψηφία των 200. Η εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου αναβλήθηκε για τις μεθεπόμενες εκλογές. «Αρνείστε ένα πολιτικό δώρο», τους επέπληξε ο Τσίπρας· «διαπράττετε ένα ιστορικό ατόπημα». Ματαίως. Εκείνοι είχαν ήδη πάρει το οδυνηρό μάθημά τους από «τους Δαναούς και δώρα φέροντας».