Η ίδρυση του κόμματος της εργατικής τάξης στη χώρα μας έγινε σε ταραγμένους καιρούς, τους ίδιους που γέννησαν τη Ρωσική Επανάσταση και που έφεραν στο ιστορικό προσκήνιο, ως πολιτική και κοινωνική εκδοχή, την ανατροπή του καπιταλισμού. Τα αδιέξοδα και το αιματηρό κόστος του πρώτου παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου διέλυσαν ψευδαισθήσεις και διλήμματα αποκαλύπτοντας τη δομική αδυναμία ενός συστήματος που, ώς τότε, φάνταζε ακαταμάχητο.
Το νεαρό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣΕΚΕ) γεννήθηκε στη σκιά του Μεγάλου Πολέμου και χρειάστηκε, αμέσως μετά, να αντιμετωπίσει έναν άλλο, μικρότερο αλλά ουσιαστικό για τον δικό μας χώρο. Τον πόλεμο στη Μικρά Ασία υπαινίσσομαι, μία από τις «ουρές» του Παγκοσμίου Πολέμου που με τραγικό για τους εμπλεκόμενους λαούς τρόπο καθόρισε τα όρια των εθνικών επικρατειών στην περιοχή. Τα όρια και της νέας Ελλάδας δηλαδή.
Το αποτέλεσμα του τραγικού αυτού πολέμου οδήγησε στην ανάδειξη μιας νέας χώρας. Η Ελλάδα του 1923 ήταν ένα πρωτοφανές, στη μακραίωνη Ιστορία του Ελληνισμού, διάβημα. Μέσα στους ατελείωτους αιώνες της Ιστορίας του, για πρώτη φορά ο Ελληνισμός ταυτίστηκε με την Ελλάδα. Αυτό σήμαινε ότι, από αυτό το σημείο και μετά, οι Ελληνες θα ζούσαν μέσα σε συγκεκριμένη επικράτεια και ότι δεν θα άπλωναν την παρουσία και τις δραστηριότητές τους σε όλες σχεδόν τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας.
Η νέα αφετηρία της νεοελληνικής Ιστορίας συναντήθηκε από την πρώτη της στιγμή με το νέο κόμμα της εργατικής τάξης. Είχαν την ίδια ηλικία, βλέπετε, και γεννήθηκαν μέσα στις ίδιες συνθήκες. Το ΣΕΚΕ, το μετέπειτα ΚΚΕ, ήταν το μόνο πολιτικό κόμμα που είχε συγκεκριμένη άποψη για το τι πρέπει να γίνει με τούτη τη νέα Ελλάδα που διαμόρφωσε η ιστορική συγκυρία. Ζήτησε τα αυτονόητα: να ανήκει στον λαό της αυτή η χώρα, να κυβερνιέται με βάση τα δικά του συμφέροντα και όχι με τα αντίστοιχα του ελληνικού καπιταλισμού, του εντός ή του εκτός των συνόρων, ή με εκείνα των ιμπεριαλιστών που επέμεναν να μοιράζουν λαούς και χώρες για το όφελος των δικών τους κεφαλαιούχων. Ζήτησε ακόμα η «ανάπτυξη», η ευημερία ως ανταμοιβή του μόχθου των κατοίκων του πλούσιου τούτου τόπου να έχουν ως μέτρο τις ανάγκες των πολλών και όχι τα συμφέροντα των λίγων. Ζήτησε να μη σφραγίσει η μισθωτή σκλαβιά, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ετούτη τη νέα πατρίδα, τη νέα Ελλάδα που η Ιστορία κληροδότησε.
Οι απέναντι, τα ξεσκλίδια του πάλαι ποτέ ισχυρού ελληνικού καπιταλισμού των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, όπως και οι νέοι ανυπόμονοι «επενδυτές» που έσπευσαν να μετατρέψουν την προσφυγική και λαϊκή εξαθλίωση σε δικό τους κέρδος και όφελος, παρακολούθησαν από την πρώτη στιγμή αμήχανοι και φοβισμένοι την εμφάνιση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε βοήθειά τους έσπευσαν οι δυνάμεις των ιμπεριαλισμών που βγήκαν νικητές από τον πόλεμο. Η Κοινωνία των Εθνών και η πανίσχυρη Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων έθεσαν κάτω από την κηδεμονία τους τη χώρα για να αποτρέψουν τη μετάδοση της «ασθένειας του μπολσεβικισμού» σε αυτήν. Οι δραματικές προσπάθειές τους δεν «θεράπευσαν» τίποτα. Ούτε το ΚΚΕ βγήκε στο περιθώριο ούτε ο εργατικός λαός κατέθεσε αιτήματα και οράματα στα πόδια των ισχυρών. Η επανάσταση απλά, για λίγο καιρό, αναβλήθηκε.
Μετά ήρθαν τα ιδιώνυμα, οι εξορίες, οι φυλακές, τα δικαστήρια, οι νεκροί, τέλος η αντικομμουνιστική δικτατορία του Γεωργίου και του Μεταξά. Στο κατόπιν ήρθαν οι ξένοι κατακτητές – με περισσή επιμέλεια τους παρέδωσε η άρχουσα τάξη τα κλειδιά των φυλακών, μέσα στις οποίες πίστευε ότι είχε κλείσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο». Σχεδόν την ίδια στιγμή ξεκίνησαν οι διεργασίες της επανάστασης. Αντίσταση, Δεκεμβριανά, Εμφύλιος Πόλεμος, το Κομμουνιστικό Κόμμα πάντα οργανωτής, εμπνευστής, οδηγός. Δέκα χρόνια αγώνων, δέκα χρόνια θυσιών, δέκα χρόνια αγωνίας για την άρχουσα τάξη και τους ισχυρούς ιμπεριαλιστές που έσπευσαν να τη στηρίξουν. Και μετά οι νικητές έχτισαν το κράτος τους: κράτος «έκτακτης ανάγκης» το ονόμασαν και συνέχισαν να πολεμούν εκείνους που θεωρητικά είχαν ήδη εκμηδενίσει. Η χούντα το 1967 τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» δήλωνε, για μία ακόμα φορά, ότι θα συντρίψει…
Μετά τη θεμελιωμένη στη συμφορά της Κύπρου «αποκατάσταση της δημοκρατίας», τα μεγάλα «ευρωπαϊκά» σχέδια της άρχουσας τάξης κατέληξαν εκεί όπου συνήθως τελειώνουν όλες οι «μεγάλες ιδέες» της: στο δραματικό αδιέξοδο που σημαίνει νέα μαρτύρια για τους εργαζόμενους, τον λαό, τη χώρα μας. Οταν τελείωσε η μεταπολιτευτική «μπελ επόκ», ο λογαριασμός – με τη μορφή Μνημονίων – κατατέθηκε στην πλάτη των ανθρώπων του μόχθου. Το μέγεθος και η αποπληρωμή της ζημιάς δεν είναι ακόμα ορατά στο διακριτό μέλλον.
Οσα παραπάνω επιγραμματικά διατρέξαμε προσδιορίζουν τη θέση του ΚΚΕ στο πολιτικό, κοινωνικό, ιστορικό, σε τελευταία ανάλυση, στερέωμα της σύγχρονης Ελλάδας. Στην πυκνή όσο και ταραγμένη σύγχρονη Ιστορία του τόπου, η αξιοπρέπεια, η προσήλωση των κομμουνιστών στους απελευθερωτικούς τους στόχους βρέθηκαν πίσω από κάθε μεγάλη στιγμή, πίσω από κάθε ελπιδοφόρο σκίρτημα της χώρας και των ανθρώπων της. Αποτέλεσαν το καλύτερο από τα δομικά υλικά της.
Για επιδοτήσεις μιλάνε σήμερα τα «κόμματα εξουσίας», για «στήριξη των αδυνάμων», για «κοινωνικά επιδόματα» και ελεημοσύνες. Δεν έχουν πλέον όραμα, ούτε καν μικρό. Πέρα του γενικού εκμαυλισμού των ανθρώπων δεν έχουν ευθύνη ιστορική, ούτε σχέδιο που να ενδιαφέρει τους πολλούς. Εκατό χρόνια τώρα δεν άλλαξαν σε τίποτα.
Για τον λόγο αυτόν, αυτονόητα, η πολιτική έκφραση της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ, είναι παρούσα και, όσο ποτέ άλλοτε, αναγκαία.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ