Το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η χαμηλή αναπτυξιακή της δυναμική. Τα περισσότερα μεγάλα προβλήματα της οικονομίας – υψηλή ανεργία, υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων, υψηλό κόστος δανεισμού κ.λπ. – θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν πολύ πιο εύκολα αν η χώρα επέστρεφε σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Για να επιτύχουμε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης απαιτείται σημαντική αύξηση του όγκου των επενδύσεων. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα οι αποσβέσεις είναι υψηλότερες των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας μειώνεται αντί να αυξάνεται.
Ο προϋπολογισμός μιας χώρας, σε μεγάλο βαθμό, δίνει το στίγμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής. Από τη σκοπιά αυτή, ο προϋπολογισμός που κατέθεσε η κυβέρνηση στη Βουλή, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αναπτυξιακός. Ο προβλεπόμενος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης είναι υψηλότερος από τις εκτιμήσεις διεθνών οργανισμών και η εμπειρία των τελευταίων ετών δείχνει ότι συνήθως ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης είναι σημαντικά χαμηλότερος της εκτίμησης του προϋπολογισμού. Η εκτίμηση για υψηλότερο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης βασίζεται στην προβλεπόμενη σημαντική αύξηση των επενδύσεων. Ομως, ο προϋπολογισμός δημοσίων επενδύσεων εμφανίζεται μειωμένος σε πραγματικούς όρους ενώ τα κίνητρα για ιδιωτικές επενδύσεις είναι μάλλον περιορισμένα.
Τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα που αποδέχθηκε η κυβέρνηση για πολλές δεκαετίες, αποτελούν τροχοπέδη στη δυναμική της οικονομίας, εφόσον θα μετατρέπονται σε καθαρή μεταφορά σημαντικών πόρων στο εξωτερικό για την αποπληρωμή δανείων, στερώντας τους από τη χρηματοδότηση επενδύσεων ή/και κατανάλωσης εντός της χώρας. Ομως, στη δεδομένη συγκυρία, ο σεβασμός των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα στέλνει ένα θετικό μήνυμα στις αγορές και πρέπει να πιστωθεί στα θετικά του προϋπολογισμού. Παρ’ όλα αυτά, η έμμεση παραδοχή του προϋπολογισμού είναι ότι και την επόμενη χρονιά η χώρα θα έχει περιορισμένη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές και για την κάλυψη των δανειακών υποχρεώσεων του Δημοσίου θα χρησιμοποιηθούν πόροι από το γνωστό «μαξιλαράκι». Επομένως, το κόστος δανεισμού θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα, με συνακόλουθες αρνητικές συνέπειες για το κόστος κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα και τη δυνατότητα υλοποίησης σημαντικών ιδιωτικών επενδύσεων.
Από τον σχεδιασμό του, και αυτός ο προϋπολογισμός φαίνεται να οδηγεί σε υπερπλεονάσματα. Η εμπειρία των δύο προηγουμένων ετών δείχνει ότι αυτά τα υπερπλεονάσματα επιτυγχάνονται κυρίως με την υποεκτέλεση του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή του τμήματος εκείνου των δημοσίων δαπανών που συνήθως έχει τα μεγαλύτερα πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα. Μελέτη του τμήματος ερευνών της Εθνικής Τράπεζας εκτίμησε ότι το περσινό υπερπλεόνασμα (δηλαδή το πρωτογενές πλεόνασμα πέρα από τον συμφωνημένο στόχο) μείωσε τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης κατά 1,2% το 2017. Παρόμοια εμπειρία είχαμε και το 2018 και πιθανότατα θα έχουμε και το 2019. Τα υπερπλεονάσματα που δημιουργούνται με αυτόν τον τρόπο δεν κατευθύνονται στην ενίσχυση της αναπτυξιακής προσπάθειας, αλλά στην ενίσχυση συγκεκριμένων πληθυσμιακών ομάδων με ξεκάθαρο στόχο τον επηρεασμό της εκλογικής τους συμπεριφοράς.
Η μη περικοπή της «προσωπικής διαφοράς» των παλαιών συνταξιούχων ωφελεί μεν τη συγκεκριμένη κατηγορία του πληθυσμού – η οποία, όμως, στη συντριπτική της πλειοψηφία, δεν βρίσκεται κάτω από τη γραμμή φτώχειας – αλλά στερεί πόρους από άλλες πολιτικές, ορισμένες από τις οποίες είχαν συμπεριληφθεί στα γνωστά «αντίμετρα». Οι πολιτικές αυτές και καλύτερη στόχευση στα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού έχουν και θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αναπτυξιακή διαδικασία. Ταυτόχρονα, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, στερώντας πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία.
Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθούν η επιβράδυνση ή/και ανάσχεση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που επισημαίνει στην τελευταία της έκθεση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η εμφανής προσπάθεια διόγκωσης του δημόσιου τομέα με νέες προσλήψεις πέρα από τα συμφωνημένα, αλλά και η επιδείνωση του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, μάλλον δεν περισσεύει η αισιοδοξία για το άμεσο μέλλον της ελληνικής οικονομίας.
Ο Πάνος Τσακλόγλου είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών