Η ιστορία που θα σας διηγηθώ συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Πρωταγωνιστής ο Γιάννης, επαγγελματίας ψεύτης και μικροαπατεώνας. Πρότυπο χαμαιλεοντισμού, κατάφερνε με έναν μοναδικό τρόπο να ξεγελά επί μακρόν τους ίδιους ανθρώπους κι ας γνώριζαν τα «χαρίσματά» του.
Ενα πρωινό ο Γιάννης πήγε στο καφενείο της γειτονιάς του πετώντας από χαρά.
– «Τι έγινε Γιάννη και χαίρεσαι»;
– «Δεν τα μάθατε; Επιασα το λαχείο».
– «Πολλά λεφτά»;
– «Πάρα πολλά. Γι’ αυτό τo βράδυ θα σας κεράσω. Θα σας πάω στα μπουζούκια. Ολους σας».
Πράγματι ο Γιάννης μάζεψε τους φίλους του και τους πήγε στο ακριβότερο μαγαζί της εποχής. Και να τα μπουκάλια ουίσκι, και να οι σαμπάνιες, και να τα λουλούδια στους τραγουδιστές. Ο λογαριασμός έφτασε μια μικρή περιουσία. Οταν ήρθε η στιγμή του ταμείου ο Γιάννης είπε στους φίλους του: «Δεν έχω εισπράξει ακόμα τα χρήματα από το λαχείο. Πληρώστε και θα σας τα δώσω». Οι φίλοι όπως ήταν πάνω στο κέφι δεν το πολυσκέφτηκαν και πλήρωσαν.
Επειτα από μέρες έσκασε το μυστικό. Ο Γιάννης δεν είχε κερδίσει ούτε δεκάρα τσακιστή και οι φίλοι του έκλαιγαν τα λεφτά τους.
Θυμήθηκα την ιστορία διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» της Πέμπτης με τις παροχές της κυβέρνησης. Αναρωτήθηκα επίσης αφού έχει τόσα πολλά λεφτά το κράτος και τα μοιράζει δεξιά και αριστερά, γιατί συνεχίζω να πληρώνω αυτή την περίφημη ειδική εισφορά αλληλεγγύης;
Μήπως τελικά είμαι κορόιδο που οκτώ χρόνια πληρώνω έναν φόρο που το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έκρινε ομόφωνα πως δεν είναι φόρος, γιατί οι φόροι έχουν το χαρακτηριστικό να χρηματοδοτούν πάγιες λειτουργικές ανάγκες του κράτους;
Γιατί η κυβέρνηση να διατηρεί ένα χαράτσι που επιβλήθηκε στο πλαίσιο μνημονιακής δεσμεύσεως ως μέτρο αναγκαίο προς αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας από τη στιγμή που διαλαλεί πως αυτή έχει επιτευχθεί;
Τελικά, πόσο διαφέρουν οι κυβερνώντες από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον Γιάννη; Και βέβαια να αναρωτηθούμε πόσο διαφέρουν οι πολίτες αυτής της χώρας από τους φίλους του Γιάννη.