Πριν από μερικές ημέρες, σε ένα συνέδριο που οργάνωσε η Τράπεζα της Ελλάδος, είχε έλθει στην Ελλάδα ένας σημαντικός διανοητής της οικονομικής σκέψης, ο Β. Eichengreen. Το 2014 είχε συνδημοσιεύσει ένα πολύ γνωστό άρθρο που αξιολογούσε τη ρεαλιστικότητα της ευρωπαϊκής μακροχρόνιας πολιτικής υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων χρησιμοποιώντας την εμπειρία των ανεπτυγμένων χωρών. Το άρθρο του αυτό κατέληγε ότι οι πιθανότητες να επιτύχει μία χώρα υψηλά συνεχή πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα εξαρτάται κυρίως από τους ρυθμούς μεγέθυνσης αλλά γενικά είναι ένα σπάνιο φαινόμενο.
Το άρθρο όμως είχε ένα σημαντικό σημείο: παρατήρησε ότι οι αριστερές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο είναι πάρα πολύ αποτελεσματικές σε ό,τι αφορά την εφαρμογή πολιτικών δημοσιονομικού περιορισμού! Ενώ δηλαδή θα περίμενε κανείς, υπό την επίδραση των νεοκεϊνσιανών ιδεών, να εφαρμόζουν εκτενή προγράμματα επεκτατικών δημοσιονομικών πολιτικών συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο! Τους λόγους που συμβαίνει αυτό μπορούμε εύκολα να τους σκεφτούμε.
Το ίδιο συμβαίνει και στην Ελλάδα. Επιπλέον ό,τι δεν έχει πολιτική φωνή (ληξιπρόθεσμα, επενδύσεις) στον προϋπολογισμό περικόπτεται. Οι προθέσεις της αντιπολίτευσης για δημοσιονομική εξυγίανση είναι πολύ χλωμές μπροστά στις πρακτικές αυτές, που σημειωτέον έχουν την ευλογία των Βρυξελλών, οι οποίες μπροστά στα μεγάλα ζητήματα (Ιταλία, Brexit, εξωτερική πολιτική) έχουν ξεχάσει ότι για να είναι αποδεκτές θεσμικά οι πολιτικές αυτές θα πρέπει να έχουν το στοιχείο της διατηρησιμότητας! Διδάγματα για το μέλλον!
Ο προϋπολογισμός λοιπόν του 2018 που κατέθεσε η κυβέρνηση έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά όπως και οι προϋπολογισμοί του 2016 και του 2017 που υπερακόντισαν τον περιοριστικό δημοσιονομικό χαρακτήρα οδηγώντας σε υπερμεγέθη πλεονάσματα.
Ομως στον φετινό προϋπολογισμό και σε πλήρη συμφωνία με μία δημοσιονομική επεκτατική γραμμή, που «σιωπηλά» υπάρχει σχεδόν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση, συμπεριλαμβάνονται επεκτατικές δημοσιονομικές ενέσεις. Στην Ελλάδα συνδέονται βεβαίως με τον εσωτερικό πολιτικό κύκλο και στην Ευρώπη με τον πολιτικό κύκλο των ευρωεκλογών και την προοπτική περιστολής του QE.
Η λεπτομέρεια όμως είναι ότι ενώ στην Ευρώπη η δημοσιονομική επέκταση συνδυάζεται με την αύξηση των δυνατοτήτων της προσφοράς, βλέπε Γερμανία, Γαλλία, μείωση φορολογικών συντελεστών κ.τ.λ., στην Ελλάδα παίρνουν τη μορφή επιδοματικής δραστηριότητας και προσλήψεων οι οποίες έχουν μόνιμο αρνητικό χαρακτήρα για τα δημόσια οικονομικά.
Η ελληνική οικονομία δημοσιονομικά αλλά και από πλευράς εξωτερικού ισοζυγίου έχει ισορροπήσει σ’ ένα χαμηλότερο σημείο με μία δεκαετή προοπτική ανάκαμψης για να μπορέσουμε να έλθουμε στα επίπεδα ευημερίας του 2009 υπό κανονικές συνθήκες. Ομως η απασχόληση που δημιουργείται, παρότι έχει βεβαίως θετικό πρόσημο, είναι χαμηλής και μειούμενης αναλογικά εξειδίκευσης εξαρτώμενης από τη «μονοκαλλιέργεια» του τουρισμού.
Επιπλέον έχουμε δύο μεγάλα άμεσα αγκάθια μπροστά μας. Το ένα είναι η αδυναμία διοίκησης των προβλημάτων του τραπεζικού συστήματος υπό την πίεση των κόκκινων δανείων. Το δεύτερο είναι η οικονομική αβεβαιότητα και η αποστράγγιση της διεθνούς ρευστότητας που αισθανόμαστε ότι μας κατακλύζουν σιγά σιγά.
Αυτά είναι τα δύο κυρίαρχα θέματα για τα οποία θα έπρεπε η κυβέρνηση να προετοιμαστεί και να προετοιμάσει αναλόγως την ελληνική κοινωνία και μέσω του προϋπολογισμού. Οι επιδοματικές ενισχύσεις (και αναδρομικά) θα ήταν καλοδεχούμενα εάν δεν εξαντλούσαν τις δυνατότητες της οικονομίας να αντιμετωπίσει τις άμεσες και ανερχόμενες προκλήσεις του άμεσου μέλλοντος.
Με εξαντλημένο δημοσιονομικό χώρο η οικονομία δύσκολα θα μπορέσει να διαχειριστεί μία νέα κρίση, συμπτώματα της οποίας ήδη έχουμε αρχίσει να ζούμε.
Ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής στο ΕΚΠΑ