Ολοι θυμόμαστε τι έλεγε η κυβέρνηση πέρυσι, τέτοια εποχή, για το σημείο στο οποίο θα βρισκόταν σήμερα η ελληνική οικονομία. Θα είχαμε, λέει, ενταχθεί στην ποσοτική χαλάρωση του Ντράγκι και η χώρα μαζί με την έξοδό της από τα Μνημόνια θα είχε αποκαταστήσει τον δανεισμό της από τις αγορές. Οι επιχειρήσεις και οι έλληνες πολίτες θα ένιωθαν ήδη τα οφέλη του ενάρετου κύκλου της ανάπτυξης στον οποίο θα είχε εισέλθει η ελληνική οικονομία και της εξόδου από τα Μνημόνια.
Σήμερα, έναν χρόνο μετά, τίποτα από όλα αυτά δεν έχει συμβεί. Ο Πρωθυπουργός τρέχει να προλάβει να μοιράσει παροχές ώς τις κάλπες, πριν οι εξελίξεις στην οικονομία τον ξεπεράσουν και κάποιο ατύχημα αποβεί μοιραίο στην προσπάθειά του αυτή. Η οικονομία κάθε άλλο παρά αρωγός της κυβέρνησης μοιάζει να είναι σε αυτό το αδυσώπητο παιχνίδι με τον χρόνο, μέχρι τις εκλογές. Οσο ανεβάζει ταχύτητα ο Πρωθυπουργός στον αγώνα των παροχών, τόσο μοιάζει να επιταχύνεται η επιδείνωση της θέσης των τραπεζών που αποτελούν πλέον τον καθημερινό εφιάλτη των ενοίκων του Μαξίμου. Και άλλο τόσο απομακρύνεται η έξοδος στις αγορές. Οι τράπεζες χωρίς τη φθηνή χρηματοδότηση της ΕΚΤ δέχονται το ένα χτύπημα μετά το άλλο στο ελληνικό Χρηματιστήριο. Χάνουν κεφάλαια πληρώνοντας πολύ ακριβά το τίμημα της «καθαρής εξόδου» και την έλλειψη εμπιστοσύνης των αγορών προς τη χώρα μας, όπως αποτυπώνεται στα πολύ υψηλά επιτόκια (άνω του 4,5%) των δεκαετών ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου. Κόστος πολύ υψηλό, που διαχέεται αυτόματα από τα κρατικά ομόλογα στις τράπεζες και από εκεί σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία.
Η Ελλάδα μετά το τυπικό τέλος του τρίτου Μνημονίου δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει τον δανεισμό της από τις διεθνείς αγορές, ούτε μπορεί να ελπίζει σε κάτι τέτοιο στο ορατό μέλλον με βάση τα μηνύματα που λαμβάνει από αυτές. Αν κρίνει κανείς από τις προειδοποιήσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας που στέλνουν η μία μετά την άλλη οι εκθέσεις της Κομισιόν, του ΟΟΣΑ και άλλων διεθνών οργανισμών, η επιστροφή στις αγορές δεν πρόκειται να επιτευχθεί τουλάχιστον έως και τις επόμενες εκλογές. Αν προστεθεί και η κρίση στην Ιταλία οι προβλέψεις γίνονται ακόμη χειρότερες.
Μόνο το υπερπλεόνασμα έχει μείνει ως όπλο στον Πρωθυπουργό στον δρόμο προς τις κάλπες, μαζί βεβαίως με την εύνοια του διεθνούς παράγοντα μετά και τους χειρισμούς του στο θέμα των Σκοπίων. Με το υπερπλεόνασμα, ως άλλοθι, δείχνει να εξασφαλίζει την ανοχή των Ευρωπαίων για τη μη περικοπή των συντάξεων, αν και αυτό μένει να επιβεβαιωθεί στο Eurogroup στις αρχές Δεκεμβρίου. Από το υπερπλεόνασμα μοιράζει παροχές προς πάσα κατεύθυνση, ελπίζοντας ότι θα μετατραπούν σε εκλογικά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ την επόμενη μέρα. Αλίμονο, οι παροχές είναι καλοδεχούμενες από όλους. Αλλού είναι το πρόβλημα. Το ότι η κυβέρνηση επιδίδεται σε μία επιδοματική πολιτική που προέρχεται από την υπερφορολόγηση η οποία έχει γονατίσει την οικονομία, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Οι λιγότεροι φόροι να «επιδοτούν» την απασχόληση και την ανάπτυξη.