Το 1958, ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια, ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκολ επέστρεψε στην εξουσία.
Επειτα από μια σχεδόν δεκαετή εθνική και πολιτική κρίση, η Γαλλία βρισκόταν στα πρόθυρα του εμφυλίου. Ο αποτραβηγμένος από την πολιτική στρατηγός επέστρεψε σε έκτακτες συνθήκες και με αμφιλεγόμενες μεθόδους που δεν απείχαν πολύ από το πολιτειακό πραξικόπημα.
Οπως θα πει αργότερα ο ίδιος «δεν πήρα την εξουσία, έσκυψα και τη μάζεψα».
Κανείς δεν μπορούσε τότε να προβλέψει πόσο θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κι ίσως μάλιστα να μη διαρκούσε, αν ο Ντε Γκολ δεν μετέτρεπε μια αμφιλεγόμενη κυβερνητική μεταβολή σε ένα νέο καθεστώς. Στην Πέμπτη Δημοκρατία.
Τότε, ένας από τους ευφυέστερους «βαρόνους» του γκολισμού και μετέπειτα ακαδημαϊκός, ο Αλέν Πεϊρεφίτ, είχε διατυπώσει τη μνημειώδη πρόγνωση «αν δεν κάνουμε πολλές μαλακίες, θα μείνουμε είκοσι πέντε χρόνια!».
Επεσε έξω είκοσι τέσσερις μήνες. Ο Ντε Γκολ και οι επίγονοί του κυβέρνησαν τη Γαλλία για είκοσι τρία συνεχόμενα χρόνια. Από το 1958 έως το 1981.
Πάμε στα δικά μας.
Φυσικά το 2018 δεν είναι 1958. Η Ελλάδα δεν είναι Γαλλία. Κι ούτε βλέπω κανέναν Ντε Γκολ στη γειτονιά.
Εχουμε όμως κι εδώ μια μακρόχρονη κρίση που οδήγησε στον πολιτικό εκτροχιασμό και στα όρια του διχασμού.
Εχουμε την προοπτική μιας επιστροφής στην ομαλότητα και τη σταθερότητα.
Εχουμε μια αναμέτρηση που θα κρίνει τους όρους της επιστροφής αλλά και τη βάσιμη υποψία πως «ο νικητής θα τα πάρει όλα».
Το γαλλικό προηγούμενο όμως διδάσκει δυο πράγματα.
Πρώτον ότι μια πολιτική αλλαγή νομιμοποιείται από το αποτέλεσμά της. Ακόμη κι αν είναι προϊόν μιας κρίσης. Ακόμη κι αν φέρει τα χαρακτηριστικά της έκρυθμης κατάστασης που την γέννησε.
Το 1958, ο Ντε Γκολ ήταν η σχεδόν απροσδόκητη συνέπεια της βαθιάς αποσταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, ακριβώς όπως ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Και οι δυο κατέκτησαν τη νομιμοποίησή τους όχι για όσα έλεγαν ή δεν έλεγαν αλλά επειδή κέρδισαν την εξουσία.
Ενας ιδιοφυής πολιτικός, όπως ο Φρανσουά Μιτεράν, είχε γράψει τότε ένα δοκίμιο με τίτλο «Το Διαρκές Πραξικόπημα». Εκανε την υπόθεση ότι κάθε πράξη του νέου καθεστώτος θα αποτυπώνει αναγκαστικά τους όρους που το γέννησαν.
Επεσε έξω. Το 1981 ο Μιτεράν έγινε Πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας αφομοιώνοντας τη λογική του καθεστώτος που ο ίδιος χαρακτήριζε πραξικοπηματικό.
Δεύτερον ότι μια πολιτική αλλαγή αποκτά μονιμότερα χαρακτηριστικά μόνο εφόσον δημιουργήσει το δικό της ή έστω ένα νέο πλαίσιο αναφοράς και νομιμότητας.
Αυτό πέτυχε ο Ντε Γκολ με την Πέμπτη Δημοκρατία. Αυτό απέτυχε να οργανώσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εξ αυτού του λόγου ζει με το μόνιμο άγχος της «παρένθεσης» ή του «περιστασιακού ενοικιαστή».
Οσοι λοιπόν βιάζονται να εγγράψουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε κάποια νέα κανονικότητα μάλλον βιάζονται πολύ.
Διότι την κανονικότητα θα την οργανώσουν οι επόμενοι, θα τη φτιάξουν στα μέτρα τους και θα την αξιοποιήσουν προς όφελός τους σε βάθος χρόνου.
Φυσικά δεν θα συγκρίνω τον Τσίπρα με τον Ντε Γκολ.
Και οι δυο όμως ξεπήδησαν απρόσμενα μέσα από μια έκτακτη κατάσταση. Και οι δυο περισσότερο άρπαξαν παρά κέρδισαν την εξουσία. Και οι δυο προσπάθησαν να εγγράψουν την ευκαιριακή ανάδειξή τους στη διάρκεια.
Ο Ντε Γκολ το πέτυχε επειδή προνόησε να διαμορφώσει ο ίδιος το νέο πλαίσιο.
Για να είμαι δίκαιος δεν νομίζω ότι ο Τσίπρας έπεσε έξω στη διάγνωση ή στην πρόθεση. Ολες οι προσπάθειές του στρέφονται στη διαμόρφωση ερεισμάτων που (θεωρεί ότι) θα του επιτρέψουν να επιβιώσει.
Προσπαθεί να προσεταιριστεί σχεδόν ό,τι πετάει κι ό,τι κολυμπάει.
Τις ΗΠΑ και τα Σκόπια, το ΝΑΤΟ και την Κομισιόν, τη σοσιαλδημοκρατία και την Εκκλησία, τους καναλάρχες και «τους εισαγγελείς του Ρασπούτιν», υπόδικους επιχειρηματίες και χρεοκοπημένους ακροδεξιούς εκδότες, τον Ρουβίκωνα, τον Αρχιεπίσκοπο και τον Θύμιο Λυμπερόπουλο.
Αλλά απέτυχε στο πραγματικό ζητούμενο: να δημιουργήσει το νέο πλαίσιο στο οποίο δικαιωματικά θα θρονιαζόταν – όπως ας πούμε έκανε το ΠΑΣΟΚ το 1981.
Οπως όλα δείχνουν κανένα από τα ερείσματα που μάζεψε δεν θα τον σώσει, ούτε καν θα τον προφυλάξει.
Ξέρετε γιατί; Επειδή ουσιαστικά παραδίδει την Ελλάδα, ακριβώς όπως την παρέλαβε.
Με τα ίδια προβλήματα, με τα ίδια αιτήματα, ακόμη και με τα ίδια πρόσωπα. Απλώς με περισσότερη παλιανθρωπιά και λιγότερο πολιτισμό. Μόνο το MEGA κατάφερε να κλείσει εκφοβίζοντας τους μετόχους του.
Ισως δεν είναι η στιγμή να αναλύσουμε το «γιατί» μιας κολοσσιαίας αποτυχίας.
Είπαμε ήδη ότι η Ελλάδα του 2018 δεν είναι η Γαλλία του 1958.
Προφανώς οι συνθήκες δεν ήταν εύκολες και το ευρωπαϊκό πλαίσιο λειτουργούσε περιοριστικά. Οι αυταπάτες αποδείχθηκαν μεγάλες, οι ικανότητες περιορισμένες, οι αντιλήψεις παλιομοδίτικες, το παπατζιλίκι βαρετό κι οι συνεχείς κωλοτούμπες έφερναν ναυτία.
Βασικά (και για μην κρυβόμαστε) «τόσοι ήταν»…
Μεγάλο μερίδιο όμως της αποτυχίας του Τσίπρα θα πρέπει να το πιστωθεί η αντιπολίτευση κι η ηγεσία της.
Δεν ξέρω αν συνειδητοποίησε πλήρως το διακύβευμα, αν το έκανε σχεδιασμένα ή ενστικτωδώς, αλλά το πάλεψε με συνέπεια και επιτυχία.
Δεν τον άφησε να πάρει ανάσα. Δεν του έδωσε κανένα περιθώριο να διαμορφώσει κάτι καινούργιο. Καμία διέξοδο ή οδό διαφυγής.
Η «στρατηγική της ασφυξίας» του έκοβε κάθε φορά το οξυγόνο. Τον έκανε να πληρώνει ακριβά ακόμη και τα πιο ανώδυνα ώστε να σπαταλήσει το κεφάλαιό του σε άσκοπες μάχες.
Ηταν έως τώρα μια υποδειγματική αντιπολίτευση στον ρόλο της. Αλλά φυσικά τώρα αρχίζουν τα σπουδαία.
Διότι αν κερδίσει τις εκλογές, ο Μητσοτάκης θα έχει την ευκαιρία αλλά και την υποχρέωση να οργανώσει εκείνο που απέτυχε να φτιάξει ο Τσίπρας: ένα νέο πλαίσιο αναφοράς και νομιμότητας.
Χωρίς αναστολές, χωρίς ψευδαισθήσεις, χωρίς περιττούς συμβιβασμούς.
Από αυτό θα κριθεί αν η δική του πολιτική αλλαγή θα αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Αν αποτύχει, θα το ξέρουμε σύντομα. Αλλά «αν δεν κάνει πολλές μαλακίες», θα βαρεθούμε να τον βλέπουμε.