Είναι φανερό ότι τα δύο πλέον επίμαχα ζητήματα που έχουν αναδειχθεί στην τρέχουσα διαδικασία της αναθεώρησης είναι αυτά που αφορούν τη σχέση του Κράτους με την Εκκλησία και το πανεπιστήμιο. Ωστόσο και στα ζητήματα αυτά, κατά την άποψή μου, υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων, αν τα δύο μεγάλα κόμματα τολμήσουν, επιτέλους, να ξεφύγουν από δογματικές εμμονές και μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Ειδικότερα:
1 Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας περιλαμβάνει τρία σκέλη. Πρώτον, τη ρητή κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους, δεύτερον, την προσθήκη μιας ερμηνευτικής δήλωσης στο άρθρο 3 που θα αποκλείει την ερμηνευτική αξιοποίηση του άρθρου αυτού για τον περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων και τρίτον, τον θρησκευτικό αποχρωματισμό του όρκου του Προέδρου της Δημοκρατίας και των βουλευτών.
Πρόκειται αναμφισβήτητα για πρόταση συμβιβαστική – και συμβιβασμένη – που δεν έχει καμία σχέση με τις παλαιότερες (και θεωρητικά ορθότερες) διακηρύξεις του. Στο σημείο αυτό θα έλεγα ότι θυμίζει την αντίστοιχη αναθεωρητική πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου, το 1995, η οποία όμως εγκαταλείφθηκε ελαφρά τη καρδία στη συνέχεια (παρότι υπήρχε άνετη πλειοψηφία…) από τους Κ. Σημίτη, ως πρωθυπουργό, και Ευ. Βενιζέλο, ως εισηγητή της πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα να χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για οριστική διευθέτηση των σχέσεων Κράτους – Εκκλησίας (τελικά βέβαια ο Κ. Σημίτης βρήκε μπροστά του το πρόβλημα αργότερα, όταν αναγκάσθηκε εκών άκων -και με πολέμιο, πλέον, τον Ευ. Βενιζέλο – να δώσει την υποδεέστερης σημασίας «μάχη των ταυτοτήτων»).
Ωστόσο, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ούτε συμβολική ούτε αδιάφορη, όπως έχει λεχθεί άκριτα και απλουστευτικά. Τόσο η κατάργηση της συγκεκριμένης θρησκευτικής ορκωμοσίας, που θυμίζει  θεοκρατικά καθεστώτα, όσο και ο συνδυασμός των προαναφερθεισών τροποποιήσεων στο άρθρο 3, δημιουργούν ένα νέο ερμηνευτικό πλαίσιο, για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας, το οποίο θα είναι πολύ δύσκολο να αγνοηθεί από οποιοδήποτε δικαστήριο, όταν ερμηνεύει τις σχετικές με τη θρησκευτική ελευθερία διατάξεις του Συντάγματος.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι απορίας άξιον γιατί ο  πρόεδρος της ΝΔ είναι τόσο απορριπτικός, ιδίως δε αν συνυπολογισθεί πρώτον μεν το ότι οι απόψεις που διατύπωνε παλαιότερα στα ζητήματα αυτά ήταν σαφώς πιο ανοιχτόμυαλες – και πάντως δεν είχαν σχέση με τις θεοκρατικές υστερίες που εκπέμπονται από το κόμμα του – δεύτερον δε (και σημαντικότερον) το ότι και ο Αρχιεπίσκοπος δεν φαίνεται να έχει αντιρρήσεις, αρκεί να μη φύγει το προοίμιο του Συντάγματος και να υπάρξει, ευλόγως, καθεστώς «ευμενούς» και όχι «αυστηρής» ουδετερότητας (όπως συμβαίνει, άλλωστε, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες).
Κατανοώ βέβαια τις αντιδράσεις του για την άτσαλη προσπάθεια της κυβέρνησης να αποκομίσει – μέσω της υπόσχεσης για διορισμό 10.000 δημόσιων υπαλλήλων – εκλογικά οφέλη από μια ενδεχόμενη συμφωνία για την περιουσία (η οποία πάντως έχει καθεαυτήν αρκετά θετικά σημεία, που θα μπορούσαν να ενισχυθούν με την προ πολλού προταθείσα καθιέρωση ιδιότυπων εκκλησιαστικών προσώπων, τα οποία  δεν θα είναι ούτε δημόσιου ούτε ιδιωτικού δικαίου αλλά θα διασφαλίζουν, με πολλαπλές εγγυήσεις αλλά και με όρους αυτονομίας της Εκκλησίας, την τήρηση των αναγκαίων αμοιβαίων οικονομικών δεσμεύσεων). Εκείνο όμως που δεν κατανοώ, είναι η άποψη ότι δεν χρειάζεται συνταγματική αλλαγή διότι όλα μπορούν να λυθούν νομοθετικά. Το επιχείρημα αυτό είναι κατά κανόνα βαθύτατα προσχηματικό. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι εντελώς ανερμάτιστο, διότι αγνοεί πλήρως το ότι καμία σχετική νομοθετική μεταρρύθμιση δεν έγινε έως τώρα με ομαλή ωρίμαση των συνθηκών (όπως συνέβη στις άλλες χώρες που αναγνωρίζουν μια μορφή «επικρατούσας» θρησκείας).  Ολες οι μείζονες αλλαγές είτε συνάντησαν λυσσώδεις αντιδράσεις (πολιτικός γάμος, ταυτότητες) είτε προέκυψαν από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που ουσιαστικά τερμάτισε εκείνο – και όχι ο νομοθέτης – επανειλημμένες και ντροπιαστικές παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας, ιδίως σε θέματα προσηλυτισμού, ευκτηρίων οίκων και αντιρρησιών συνείδησης…
Εν όψει λοιπόν όλων αυτών – και ιδίως εν όψει της πρόσφατης καταγέλαστης απόφασης του ΣτΕ για τα Θρησκευτικά, που αποτελεί κραυγαλέα οπισθοδρόμηση στο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» – δεν είναι ώρα, άραγε, για τον κ. Μητσοτάκη, να αποδείξει ότι ο φιλελευθερισμός του δεν εξαντλείται στην οικονομία, αποστασιοποιούμενος επιτέλους από την έως τώρα ταύτιση του κόμματός του με τους πλέον σκοταδιστικούς εκκλησιαστικούς κύκλους και συμβάλλοντας στην άρση μιας ιστορικής εκκρεμότητας, που έχει τόσο πολύ ταλανίσει και εκθέσει τη χώρα μας;
 
2 Το δεύτερο ζήτημα, δηλαδή η τροποποίηση του άρθρου 16, απαιτεί επίσης πολιτική τόλμη και ευελιξία, αλλά με αντιστροφή του πολιτικού βάρους. Και εξηγούμαι:
η χώρα μας είναι η μόνη στην Ευρώπη με συνταγματική δέσμευση ως προς τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων. Η δέσμευση αυτή ίσως είχε κάποιο νόημα όταν πρωτοκαθιερώθηκε,αλλά σήμερα μοιάζει πλέον με τροχοπέδη. Οι μόνον διότι απομακρύνει από τη χώρα μας πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό (διδάσκοντες και διδασκομένους) αλλά ιδίως διότι της στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσει, μέσω της Ανώτατης Παιδείας, ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους επιστημονικούς τομείς (ιδίως τουρισμός, γεωργία, ναυτιλία, πληροφορική, υγεία και κλασικές σπουδές), διαδραματίζοντας έτσι κρίσιμο και εν δυνάμει πρωτοποριακό ρόλο στον εκπαιδευτικό χάρτη της Ευρώπης και της Αατολικής Μεσογείου.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πλήρη και άνευ όρων προσχώρηση στη λογική των ιδιωτικών κερδοσκοπικών πνεπιστημίων που ενστερνίζεται  – πλέον – η ΝΔ. Πέρα από το ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν υπάρχει ισχυρή παράδοση τέτοιων πανεπιστημίων, το παράδειγμα της Αγγλίας, της Κύπρου και χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ είναι εξόχως αποτρεπτικό: τα περισσότερα δεν είναι τίποτε άλλο από χαμηλού επιπέδου μεταλλαγμένα ΙΕΚ, υποταγμένα πλήρως στη λογική του κέρδους.
Το ζητούμενο λοιπόν είναι να επιτραπούν – υπό το ίδιο καθεστώς εποπτείας με τα δημόσια – αφενός μεν πανεπιστήμια που ανήκουν σε αξιόπιστα ιδρύματα ή σε άλλους παρεμφερείς φορείς, αφετέρου δε παραρτήματα μη κρατικών και μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων του εξωτερικού, στους τομείς, ιδίως, που προαναφέρθηκαν.
Με αυτά τα δεδομένα, η πρόκληση αφορά αυτή τη φορά προεχόντως τον Πρωθυπουργό: θα τολμήσει να υπερβεί τις ιδεολογικές αγκυλώσεις του κόμματός του, το οποίο στα θέματα του πανεπιστημίου εξακολουθεί να ρέπει, αποκαρδιωτικά θα έλεγα, προς τη γνωστή παιδική ασθένεια της Αριστεράς; Με άλλα λόγια, θα τολμήσει να κάνει το μεγάλο βήμα τώρα, που ελέγχει τις εξελίξεις, ώστε να επιτευχθεί μια πολλαπλά εγγυημένη μετάβαση προς ένα νέο, πιο ανοιχτό πλαίσιο, που θα σέβεται τον χαρακτήρα και τον ρόλο του πανεπιστημίου, ή θα εμμείνει σε μάχες οπισθοφυλακής, που μπορούν να οδηγήσουν σε στρατηγική ήττα, δηλαδή σε μελλοντική επιβολή μιας ασύντακτης και ανέλεγκτης ιδιωτικοποίησης, όπως έγινε με τη ραδιοτηλεόραση;
Ο Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών