Στενεύει ο κύκλος. Η σπουδαία μετακαμπανελλική γενιά θεατρικών συγγραφέων αναχωρεί για τη χώρα του αχώρητου αφήνοντας πίσω της ένα έργο που ο μελλοντικός ιστορικός των ιδεών και των τραυμάτων αυτού του τόπου θα μπορέσει να γράψει την παρατεταμένη παθογένεια της μεταπολεμικής Ελλάδος. Καρράς, Ζιώγας, Ευθυμιάδης, Τσικληρόπουλος, Μάτεσις, Αναγνωστάκη, Μουρσελάς και τώρα Σκούρτης. Οχι, δεν υπήρξαν μια ομάδα με κοινές καταστατικές, αισθητικές ή ιδεολογικές αρχές. Γεννήθηκαν οι περισσότεροι μετά το Αλβανικό Επος και ήπιαν το πικρό γάλα της Κατοχής και το φαρμακωμένο γάλα του Εμφυλίου. Βίωσαν τα δίσεκτα χρόνια των νησιών της εξορίας, τη βίαιη και άναρχη ανοικοδόμηση, τη μαζική έξοδο στις χώρες που αναζητούσαν σκλάβους βιομηχανικού μεροκάματου και έδωσαν το έργο τους, βιωματικό, τραυματικό και απελπισμένο στα μαύρα χρόνια της χούντας.
Ο Γιώργος Σκούρτης, αφού ως νέος φέρελπις συγγραφέας απέτυχε να συγκροτήσει μια νεανική ομάδα την εποχή της σύντομης αναγέννησης του τόπου (1960-67, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Βούλγαρης, Αγγελόπουλος, Τσίρκας, η ποιητική γενιά του ’60, τα περιοδικά «Επιθεώρηση τέχνης», «Εποχές», «Θέατρο», «Ζυγός» και ο Μυταράς, ο Σακαγιάν, ο Φασιανός), έφυγε μετανάστασης στη Γερμανία, όπου δοκίμασε το πικρό ψωμί των εργατικών γκέτο και συνέλεξε εμπειρίες που αργότερα μνημείωσε στον δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου «Ματανάστες» με την εξαίσια Μοσχολιού και την ηπειρώτικη μελαγχολία της πέτρας του Λάκη Χαλκιά.
Γυρίζοντας στην πατρίδα μέσα στη μαυρίλα του στρατιωτικού καθεστώτος παραδίδει στον Κουν τους «Νταντάδες», ένα έργο που ευτυχώς η ηλίθια λογοκρισία της χούντας δεν το κατάλαβε, ίσως γιατί τότε κυκλοφορούσε με πεπλανημένη θεωρία για το θέατρο του παραλόγου, που τάχα αναφερόταν σε ακατανόητα τερτίπια σχιζοφρενών και απροσάρμοστων. Πού να καταλάβει ο αγράμματος γαλονάς ότι το παράλογο, όπως απέδειξε η μεγάλη δοκιμιακή έρευνα, ερχόταν ήδη από τον Αισχύλο! Και αναφερόταν στον παράλογο της ύπαρξης επαναξεταζόμενο από τη φιλοσοφία και τον στοχασμό με πρωτοπόρο τον Καμύ.
Οι «Νταντάδες» του Σκούρτη, στην έξοχη παράσταση του Θεάτρου Τέχνης μ’ έναν εξαίσιο Καρακατσάνη, έναν μπρούτο Μόρτζο και έναν ψυχρό Κύριο Μπουσδούκο, οι άστεγοι, πένητες, λούμπεν προλετάριοι που επιστρατεύονται να φροντίσουν την ταριχευμένη «διατηρητέα» Κυρία του Σπιτιού, που κυριαρχεί στο σαλόνι του μεγαλοαστικού μεγάρου δεν είναι παρά οι παρίες της δημοκρατίας στον γύψο ή ακόμη πιο σωστά οι εργολάβοι κηδειών του θνήσκοντος καπιταλιστικού αστικού ηθικού, οικονομικού και πολιτισμικού μορφώματος.
Ο Σκούρτης ερχόταν να δώσει άλλη διάσταση και άλλη οπτική στα σύμβολα του «Προξενειού της Αννας» του Ζιώγα και στο «Η κυρία και τα άλογα» του Μουρσελά ή στα «Καπέλλα» του Κρίσπη που ανέβασε το 1960-63 η Δωδέκατη Αυλαία. Αυτό σημαίνει πως η μετακαμπανελλική γενιά έβρισκε πλέον στόχο την παθογένεια του μεταπολεμικού πολιτικού, οικονομικού μας ταριχευμένου πτώματος.
Ο Σκούρτης συνέχιζε και βάθαινε μια θεματογραφία που την ίδια εποχή διερευνούσαν με τα δικά τους προσωπικά ιδεολογικά εργαλεία η Αναγνωστάκη («Η πόλη»), «Οι νυχτοφύλακες» του Καρρά, «Η τελετή» του Μάτεσι κι από κοντά το «Χάσαμε τη θεία, στοπ» του Διαλεγμένου και το «Ματς» του Μανιώτη. Και ως πλαίσιο η λαϊκή επιτυχία του «Τσίρκου» του Καμπανέλλη και το «Ω, τι κόσμος, μπαμπά» του Μουρσελά.
Εάν υπάρχει ένα θετικό κέρδος στον πολιτισμό μας σ’ αυτά τα μαύρα χρόνια της χούντας είναι η γενναία, τολμηρή αυτοκριτική ματιά των συγγραφέων μας, των μουσικών μας (Μαρκόπουλος, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Λοΐζος).
Ο Σκούρτης συνεχίζει πάντα στον Κουν με τους «Μουσικούς» ένα επίσης κρυπτικό έργο όπου η μουσική ως αντίσταση στο γελοίο γούστο της χούντας διεισδύει και κυριαρχώντας στα όνειρα κρατάει ξύπνια τη συνείδηση.
Το αριστούργημά του έρχεται αργότερα, όταν χαζοχαρούμενοι εισερχόμαστε στη μεταχουντική ραστώνη. Το «Κομμάτια και θρύψαλα» είναι ένα αριστούργημα γραφής, μια αποκαλυπτική τομογραφία ηθών και μια τεκμηριωμένη δικογραφία μιας συνειδητής και αφελούς ευεξίας ως καμουφλάζ της σαπίλας.
Τα μονόπρακτα που συναποτελούν το σπονδυλωτό αυτό έργο είναι μια αποκαλυπτική ετυμηγορία που μόνο τα σημερινά μας καθολικά αδιέξοδα αποδεικνύουν πως ήταν τραγικά προφητική.
Ο Σκούρτης θα συνεχίσει τις απροσδόκητες για τους εφησυχασμένους ακτινογραφίες. Με τους «Εκτελεστές», πάντα στο Θέατρο Τέχνης θεμελίωσε ιδεολογικά και ηθικά πόσο σάπια και ασυνείδητη είναι η λεγόμενη πνευματική πρωτοπορία για τα φαινόμενα που ενισχύουν την αυθάδεια της τρομοκρατίας που επωάζεται σε μια ακαθοδήγητη ενστικτώδη νεολαία. Ενα έργο που αν υπήρχε πραγματικό εθνικό θέατρο στον τόπο, θα έπρεπε να παιχτεί ΤΩΡΑ. Αλλά πού; Παίχτηκαν οι πρόσφατοι νεκροί συγγραφείς; Μάτεσις, Αναγνωστάκη, Μουρσελάς; Οταν παιχτεί το άπαιχτο έργο του Σκούρτη «Υπόθεση Κ.Κ.», θα έχει δικαιωθεί.