Την Τρίτη, το γαλάζιο γραφείο Τύπου ανακοίνωσε πως αύριο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα δώσει το «παρών» στις εκδηλώσεις για τα 76 χρόνια από την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Την επομένη, το συριζαϊκό κομματικό έντυπο έσπευσε να του υποδείξει πως θα «θα ήταν μια καλή ευκαιρία να αποσαφηνίσει ότι στο κόμμα του δεν χωράνε οι ακροδεξιοί που εξακοντίζουν εμφυλιοπολεμικά ή φιλοχουντικά λογύδρια, προσβάλλοντας την ιστορική μνήμη καθώς και τα βήματα που είχε κάνει η ΝΔ προς την εθνική συμφιλίωση». Πέρα από τις αντιπολιτευτικές εμμονές του κυβερνώντος κόμματος, το σχόλιο της «Αυγής» επισημαίνει ένα υπαρκτό μητσοτακικό πρόβλημα: την ανάγκη του αρχηγού της ΝΔ να μπαλανσάρει την κεντρώα προσέγγιση που ο ίδιος εκπροσωπεί και τη δεξιά που συχνά επικρατεί στους κόλπους του κόμματός του.

Για να το θέσουμε με απτά παραδείγματα, ο Μητσοτάκης επέτρεψε εν τέλει στο κόμμα του να στρίψει δεξιά στο Μακεδονικό. Και το έστριψε ο ίδιος δεξιά όταν μπήκε στον δημόσιο διάλογο το προσύμφωνο Τσίπρα – Ιερώνυμου για τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους. Από την άλλη, όμως, κάνει ανοίγματα στο Κέντρο. Βάζοντας στα ψηφοδέλτια τον Πέτρο Τατσόπουλο που αυτοσυστήνεται ως «αριστερός ελευθέρας βοσκής» και τον Αντώνη Πανούτσο. Επιλέγοντας για στενούς του συνεργάτες ανθρώπους σαν τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Καποδιστριακό Γιώργο Γεραπετρίτη, που ορίστηκε πριν από έναν χρόνο επικεφαλής της 12μελούς ομάδας συμβούλων του και υπήρξε στενός συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου. Και τον καθηγητή Οικονομικής Ανάλυσης του Πανεπιστημίου Πειραιώς Θόδωρο Πελαγίδη, που είναι σύμβουλός του για μακροοικονομικά ζητήματα και οι μυημένοι χαρακτηρίζουν «βενιζελικό». Ή μιλώντας για την ανάγκη μιας ανταγωνιστικής δημόσιας Εκπαίδευσης, ώστε τα σχολεία και τα πανεπιστήμια να γίνουν και πάλι μοχλοί κοινωνικής κινητικότητας. Ενας από τους βασικούς άξονες της ομιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στη σημερινή εκδήλωση στο κέντρο πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος, όπου και θα παρουσιάσει το δυνάμει μελλοντικό κυβερνητικό πρόγραμμα για την Παιδεία και πώς την αντιλαμβάνεται το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.

ΟΙ ΜΠΗΧΤΕΣ. Οφείλει, βέβαια, κανείς να μην αγνοήσει ότι μέχρι και εσωκομματικά ακούγονται γκρίνιες για την «επιρροή της σκληρής Δεξιάς στην εικόνα της αξιωματικής αντιπολίτευσης». Υπάρχουν, δηλαδή, στελέχη, που συνεχίζουν να μη βλέπουν με καλό μάτι την εκπροσώπηση της εν λόγω πτέρυγας στους ανώτερους θεσμικούς ρόλους του κόμματος. Οι μπηχτές αφορούν κυρίως τον Αδωνη Γεωργιάδη, τον οποίο όπως λένε «θέλουν στη ΝΔ, αλλά όχι και στη θέση του αντιπροέδρου. Γιατί στέλνει τα λάθος μηνύματα». Οι ίδιες πηγές τονίζουν ότι η ΝΔ κέρδιζε εκλογές μόνο όταν φιλοτεχνούσε το προφίλ του κεντρώου κόμματος και προσείλκυε έτσι τον περιλάλητο μεσαίο χώρο.

Οντως. Αυτή, άλλωστε, είναι μια εκτίμηση με την οποία δεν διαφωνεί καθόλου ο σημερινός της αρχηγός. Γι’ αυτό και ενίοτε επιλέγει, λένε οι οικείοι του, να δίνει έμφαση σε ατζέντες που – τυπικά μιλώντας – είναι προνομιακές για την Αριστερά. Οπως φέρ’ ειπείν, την πράσινη ανάπτυξη ή εκείνη της ευαισθησίας για τα ζώα συντροφιάς. Και για να αποδείξουν την προσήλωση του Μητσοτάκη στην κεντρώα οπτική, επιμένουν πως πρέπει να δει κανείς την κατεύθυνση της αναθεώρησης του Συντάγματος που προτείνει. «Η αξιολόγηση στο Δημόσιο, που ζητάμε τη συνταγματική της κατοχύρωση, είναι ένα κατεξοχήν κεντρώο αίτημα. Ο σταθερός επενδυτικός χάρτης, τις προϋποθέσεις του οποίου θέλουμε να συμπεριλάβουμε στο Σύνταγμα, αφορά όλη τη μεσαία τάξη».

ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ. Την ανάγκη στάθμισης μεταξύ κεντρώας και δεξιάς τοποθέτησης παραδέχονται, πάντως, έμμεσα και άνθρωποι του προέδρου. «Στις Βρυξέλλες, στο ΕΛΚ», λένε εκείνοι που μιλούν με πολλά μέλη της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς οικογένειας, «θεωρούν τον Μητσοτάκη γείτονα του Μακρόν. Και στην Αθήνα κατηγορούν την αξιωματική αντιπολίτευση πως υιοθετεί ακροδεξιά ρητορική». Ο γαλάζιος αρχηγός όμως, σύμφωνα πάντα με το στενό του επιτελείο, είναι στην πραγματικότητα «θιασώτης της μέσης οδού, της κοινής λογικής». Η εκτίμηση που φαίνεται να επικρατεί στον πυρήνα των συνεργατών του είναι ότι «δεν υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί ψηφοφόροι, υπάρχουν προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν». Και με το συγκεκριμένο μότο αποπειρώνται να απαντήσουν στην κριτική που δέχονται τόσο από το κέντρο όσο κι από τα δεξιά του πολιτικού φάσματος. Εύλογο, δεν πρέπει να χάσουν τις δεξιές ψήφους χωρίς, ωστόσο, να φοβίσουν τους κεντρώους ψηφοφόρους.

Με αυτό το πρίσμα προσπαθούν να αναλύσουν και τη στάση τους στο Μακεδονικό. Οι μετρήσεις που είχαν στα χέρια τους έδειχναν ότι το ζήτημα δίχαζε οριζόντια την κοινωνία, δίχαζε ακόμη και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε η θέση που εξέφρασαν τελικά δεν απευθυνόταν, αναφέρουν, μόνο σε ένα μέρος του κομματικού τους ακροατηρίου, αλλά «απάντησε σε μια εθνική ανάγκη».

Ανάλογο είναι το επιχείρημα και στην περίπτωση του προσυμφώνου του Πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο. Η αντίθεσή τους δεν εκφράστηκε, σημειώνουν, μόνο για να στηρίξουν τον μέσο κληρικό. «Ενείχε κι ένα στοιχείο προστασίας των πολιτών δημοσιονομικά». Είναι αντίθετοι επειδή η απώτερη – κατ’ αυτούς – αιτία της συμφωνίας, η υπόσχεση των επιπλέον 10.000 προσλήψεων στο Δημόσιο, θα επιδρούσε αρνητικά στα δημοσιονομικά της χώρας. Και για τον ίδιο λόγο, προσθέτουν, επιμένει στα ζητήματα της ασφάλειας. Οπως έκανε στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή – που προκάλεσε ο Μητσοτάκης, και όπου επανέλαβε ότι θα πατάξει την ανομία στα πανεπιστήμια και θα καταργήσει το άσυλο. Αν κάτι επιβεβαιώνει το δίλημμα με το οποίο έρχεται συχνά αντιμέτωπος ο Μητσοτάκης, είναι εκείνο το παλιό κλισέ: πως συνήθως είναι ευκολότερο να ιδρύσεις μια καινούργια πολιτική ομάδα, παρά να γίνεις αρχηγός μιας υπάρχουσας.