«Ηρθατε εδώ για να δείτε κάτι πιο γαμ…ένο από τη χώρα σας;». Η ερώτηση του γερμανού δημοσιογράφου έκανε τον Αλέξη Τσίπρα να σαστίσει. Επειτα από λίγα κρίσιμα δευτερόλεπτα, συνειδητοποίησε πως, αντί να χαμογελάει, έπρεπε να απαντήσει στην πρόκληση. Το παιχνίδι όμως είχε χαθεί. Η Αντρεα Νάλες, που καθόταν δίπλα του, έσπευσε να σώσει την κατάσταση, αρπάζοντας το μικρόφωνο και γελώντας δυνατά. Εκείνη, όπως κάθε γερμανός πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του, βλέπει το Heute Show στο ZDF. Ξέρει πως τέτοιες ερωτήσεις δεν πρέπει να μένουν αναπάντητες. Ο Τσίπρας όμως δεν έχει ιδέα πώς πρέπει να αντιμετωπίζει τη σκληρή σάτιρα και, με την αντίδρασή του, γελοιοποίησε τη χώρα στη γερμανική τηλεόραση. Κυρίως όμως έστρεψε εναντίον του το μεγαλύτερο όπλο ενός πολιτικού: το χιούμορ.

Αν βρισκόταν στην Αμερική, ο Τσίπρας θα είχε εκπαιδευτεί από πολύ νωρίς σε τέτοιου είδους επιθέσεις. Στη χώρα που γέννησε την τηλεόραση όπως την ξέρουμε σήμερα, όλοι γνωρίζουν πως αν τα late shows μυριστούν τη χλιαρότητά σου, οι πολιτικές σου βλέψεις τελειώνουν πριν καν ξεκινήσουν. Και με τον όρο late show, μιλάμε για πετυχημένες σχολιαστικές εκπομπές με αιχμηρό, δύσκολο χιούμορ. Με σαφή πολιτική κατεύθυνση. Με σενάριο και ρεπορτάζ που καμιά φορά ξεπερνά ακόμα και τις καλύτερες δημοσιογραφικές εκπομπές. Ο Τζον Ολιβερ στο Last Week Tonight αφιερώνει τουλάχιστον 15 λεπτά τηλεοπτικού χρόνου σε πρωτογενή έρευνα των συνεργατών του – τα κύρια θέματα της εκπομπής του ενίοτε αφορούν τις αμβλώσεις, την ευρωπαϊκή Ακροδεξιά και το Obamacare. Ο Σεθ Μάγερς, με το A Closer Look δίνει πάντα το βασικό πολιτικό επιχείρημα της επόμενης μέρας. Ο Στίβεν Κολμπέρ, διάδοχος του Ντέιβιντ Λέτερμαν, ήταν από τους πρώτους που ανέδειξε τη σχέση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ η Σαμάνθα Μπι, παρότι ήξερε ότι ξεπερνούσε τα αμερικανικά τηλεοπτικά όρια, τόλμησε να αποκαλέσει την Ιβάνκα «άβουλη καρ..όλα» στον αέρα, ζητώντας της να επέμβει για να διορθώσει τη μεταναστευτική πολιτική του πατέρα της.

Διορθώνοντας το λάθος

Για όλους αυτούς, ο Τραμπ αποδείχθηκε θείο δώρο. Τους έδωσε στόχο και, κυρίως, τους έδωσε υλικό. Πράγμα όχι πάντα δεδομένο, καθώς αυτού του είδους οι σατιρικές εκπομπές επηρεάζονται ιδιαίτερα από το κλίμα της εκάστοτε εποχής. Επειτα από την πολιτικοποιημένη δεκαετία του ’80, πέρασαν στις λαμπερές δόξες του ’90 και από εκεί στην αρρυθμία που προκάλεσε στο δημόσιο χιούμορ η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου. Στην οκταετία του Μπαράκ Ομπάμα είχαν χάσει πια το ενδιαφέρον τους – η αντιπολίτευση είναι πάντα πιο εύκολη από το κανάκεμα.

Παραδόξως, φρόντισαν οι ίδιοι να αναδείξουν τον κίνδυνο για τον οποίο μιλούν σήμερα. Με τα αντανακλαστικά τους σκουριασμένα, έκαναν το μοιραίο λάθος. Ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ πέρασε από τον καναπέ των μεγαλύτερων κωμικών αστέρων. Από τον Τζίμι Κίμελ έως τον Τζίμι Φάλον, όλοι έδωσαν τηλεοπτικό χρόνο στον αποτυχημένο επιχειρηματία που έβαλε «για πλάκα» υποψηφιότητα στις προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Τον γελοιοποίησαν με όποιο μέσο είχαν στη διάθεσή τους και εκείνος δεν άφησε τίποτα αναπάντητο. «Δεν έχω να απολογηθώ για τίποτα σ’ αυτούς», έλεγε με στόμφο – ακόμα και μπροστά τους. Κι εκείνοι, επειδή ακριβώς στόχευαν στο κοινό των Δημοκρατών, έπεφταν αφελώς στην παγίδα της τραμπικής προπαγάνδας. Την επομένη των εκλογών του 2016, όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούσαν να συνέλθουν από το σοκ της επιλογής τους, ο παρουσιαστής του Daily Show, Τρέβορ Νόα, έγραφε στους «New York Times» πως «είναι πιο εύκολο να κυριαρχήσει κανείς σ’ έναν διχασμένο λαό». Κάνοντας, εμμέσως, την αυτοκριτική του για τον τόνο και τη στάση που κράτησε ο ίδιος και οι συνάδελφοί του καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο.

Αργά, αλλά σταθερά, οι οικοδεσπότες των late shows κατάλαβαν το λάθος τους και επιχείρησαν να το διορθώσουν. Αντί να προσβάλλουν, έπρεπε να εξηγούν. Κι αντί να χαμογελούν διαρκώς, έπρεπε ενίοτε να σοβαρεύουν. Ξανά και ξανά έως ότου γίνουν κατανοητοί στα βάθη της αχανούς χώρας τους. Οι πρόσφατες εκλογές για το Κογκρέσο δείχνουν ότι κατάφεραν πολύ περισσότερα απ’ όσα κατάφεραν τα μέσα ενημέρωσης. Η συμβολή τους στο αποτέλεσμα θεωρείται εφάμιλλης αξίας με την ερευνητική δημοσιογραφία των «NYT» και της «Washington Post» – ίσως γιατί, παραφράζοντας τον Βολίνσκι, που άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στα γραφεία του «Charlie Hebdo», το έξυπνο χιούμορ είναι ο πιο σύντομος δρόμος από έναν άνθρωπο σε έναν άλλο.

Ευρωπαίοι χιουμορίστες

 Ευρώπη και Αμερική ποτέ δεν μιλούσαν ακριβώς την ίδια γλώσσα. Το αμερικανικό φορμάτ των εκπομπών σχολιασμού, ωστόσο, έφτασε και στη Γηραιά Ηπειρο. Το Heute Show, που τρόλαρε με επιτυχία τον Τσίπρα, είναι μια εξαιρετικά δημοφιλής εκπομπή της γερμανικής τηλεόρασης. Μια κόπια του Daily Show, ενός καθημερινού σατιρικού δελτίου ειδήσεων. Στη Γαλλία, το αντίστοιχο λέγεται Le Petit Journal. Η εκπομπή κέρδισε διεθνή αναγνωρισιμότητα μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, τον Ιανουάριο του 2015 – όταν κορόιδεψαν επιδεικτικά το Fox News και τα αντιμουσουλμανικά ρεπορτάζ του, στέλνοντας μήνυμα ενότητας.

 Η αντιγραφή της αμερικανικής λογικής δεν ήταν το ίδιο εύκολη για όλους. Στη Βρετανία, η πρώτη πραγματική προσπάθεια έγινε με το The Nightly Show, το οποίο σταμάτησε μετά τον έναν χρόνο προβολής. Στον απόηχο του δημοψηφίσματος για το Brexit, καλύτερη τύχη είχε το The Mash Report, στο BBC2. Ομως, ακόμα κι αυτό, δεν έφτασε ποτέ τη διεισδυτικότητα των Αμερικανών. Και βέβαια, αντίστοιχες σατιρικές προσπάθειες δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος στην Ελλάδα – αφενός γιατί κάτι τέτοιο απαιτεί μια ολόκληρη ομάδα ταλαντούχων σεναριογράφων και αφετέρου γιατί χρειάζεται την πλήρη εμπιστοσύνη του μέσου στο οποίο θα φιλοξενηθεί. Οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου ήταν, άλλωστε, πιο επιρρεπείς στους τηλεκήρυκες, όπως ο Λάκης Λαζόπουλος και ο Μπέπε Γκρίλο. Ο χαρακτήρας του Γύφτου πολλές φορές άγγιξε τα όρια της προπαγάνδας. Αναλυτές και τηλεκριτικοί κατηγορούν εκ των υστέρων τον Λαζόπουλο πως ήταν πιο λαϊκιστής από τους λαϊκιστές. Το «Αλ Τσαντίρι» όμως, μέχρι και την τελευταία μέρα προβολής του, ανέβαζε τον μέσο όρο τηλεθέασης του καναλιού που το στέγαζε. Στην Ιταλία, με πιο ωμά αστεία, το Striscia la Notizia κινείται στην ίδια λογική, αν και η μορφή του θυμίζει περισσότερο το περίφημο Saturday Night Live. Πιο «αμερικανική» προσπάθεια για εκπομπή σατιρικού σχολιασμού ήταν αυτή των Ράδιο Αρβύλα, η οποία ωστόσο περιοριζόταν στον αυθορμητισμό των παρουσιαστών της. Και, όπως συχνά συμβαίνει στα ελληνικά πράγματα, έμεινε στη μέση.