Στην αρχή αυτής της εβδομάδας η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου γνώρισε μια οδυνηρή ήττα από την Εσθονία, ολοκληρώνοντας τη φτωχότατη παρουσία της στον όμιλο του νεοσύστατου UEFA Nations League. Στο τέλος της επόμενης εβδομάδας η Εθνική μας θα μάθει τους αντιπάλους της στον όμιλο των προκριματικών του Euro 2020. Θα είναι πολύ δύσκολο να τύχει μιας βολικής κλήρωσης, γιατί θα τοποθετηθεί στο τέταρτο γκρουπ δυναμικότητας, πράγμα που σημαίνει πως στον όμιλό της θα έχει τρεις ομάδες, που τα τελευταία χρόνια είχαν καλύτερα αποτελέσματα από την ίδια. Αλλά ίσως μια λύση για τα δεινά της είναι μια κακή κλήρωση, δηλαδή ένας δύσκολος όμιλος.
Αλλαγές
H Eθνική μας από το 2002 μέχρι το 2014 είχε αλλάξει δύο ομοσπονδιακούς προπονητές: τον Οτο Ρεχάγκελ διαδέχθηκε ο Φερνάντο Σάντος. Από το 2014 μέχρι σήμερα, σε τέσσερα μόλις χρόνια, από την Εθνική μας έχουν περάσει πέντε προπονητές: τον Σάντος διαδέχθηκε ο Κλάουντιο Ρανιέρι, τον Ιταλό ο Σέρχιο Μαρκαριάν, ακολούθησε ο Μίκαελ Σκίμπε και τώρα ήρθε ο Αγγελος Αναστασιάδης, ενώ για λίγο κάθισε στον πάγκο ως υπηρεσιακός ο Κώστας Τσάνας: είχε συζητηθεί κάποια στιγμή και η μονιμοποίησή του. Ολες αυτές οι αλλαγές έχουν μία και μόνο συνέπεια: έφθειραν τον ρόλο του ομοσπονδιακού τεχνικού. Ο,τι με κόπο είχε συμβεί τον καιρό του Ρεχάγκελ και του Σάντος, καταστράφηκε σε χρόνο – ρεκόρ.
Μεσσίας
Γιατί φτάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα; Διότι σοβαρά κριτήρια επιλογής του ομοσπονδιακού προπονητή δεν υπάρχουν: κόσμος πάει κι έρχεται άνευ λόγου. Οποιος προσλαμβάνεται, εμφανίζεται ως έτοιμος να βρει τον τρόπο να οδηγήσει την Εθνική στις επιτυχίες ως διά μαγείας. Στην περίπτωση του Αναστασιάδη, όσοι τον διάλεξαν, βλέπουν βέβαια όχι έναν μάγο, αλλά έναν νέο Μωυσή, έναν ποιμένα – με άλλα λόγια τον βλέπουν όπως στο σκίτσο της Εφης Ξένου. Ας ελπίσουμε πριν από όλα αυτά να αποδειχτεί ο κατάλληλος προπονητής – αυτό είναι που έχει ανάγκη η Εθνική κι όχι έναν ιεροκήρυκα.
Γαϊτανάκι
Σκεφτόμουν ότι ήταν δύσκολο να προβλέψει κανείς τα θαύματα του Ρεχάγκελ, όταν ήρθε, αλλά ήταν πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς τον κατήφορο, όταν το γαϊτανάκι των προπονητών ξεκίνησε. Ο Σάντος ήταν σεβαστός από τους περισσότερους παίκτες που βρήκε ή κάλεσε στην Εθνική γιατί είχε δουλέψει μαζί τους στην ΑΕΚ, στον ΠΑΟ και στον ΠΑΟΚ. Η επιλογή του ήταν εύκολη υπόθεση: ήταν, στο μυαλό των παικτών πρώτα από όλα, αυτός που μπορούσε να διαδεχτεί τον Γερμανό. Δεν ισχύει το ίδιο για τους υπόλοιπους.
Ρανιέρι
Με τον Ρανιέρι το γκρουπ των παικτών ήταν εξαρχής αρνητικό. Ηταν ο καιρός που είχε ξεκινήσει ο πόλεμος της ομοσπονδίας με την τότε Συμμαχία του ΠΑΟ, της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ. Χρησιμοποιήθηκαν με το καλημέρα διάφορα δημοσιογραφικά πολυβόλα για να διαλύσουν τον Ιταλό και τα κατάφεραν σε χρόνο – ρεκόρ: η ήττα από τη Ρουμανία στο άδειο Καραϊσκάκη στο ματς της πρεμιέρας του, του αποδόθηκε ολοκληρωτικά και οι κατηγορίες για τις επιλογές του υπήρξαν τόσο μεγάλες, ώστε οι παίκτες κατάλαβαν πως τον νεοφερμένο θα τον στείλουν σπίτι οι δημοσιογράφοι σε χρόνο – ρεκόρ. Ετσι κι έγινε. Οι παίκτες άρχισαν αμέσως να εκφράζουν τη δυσαρέσκεια τους για διάφορες απαιτήσεις του προπονητή, όπως π.χ. το να φοράνε κοστούμια και όχι φόρμες στα ταξίδια. Ο Ιταλός απολύθηκε σε τρεις μήνες και πήγε στην Αγγλία για να κατακτήσει το πρωτάθλημα με τη Λέστερ, ενώ εδώ η Εθνική έκανε το ένα βήμα πίσω μετά το άλλο.
Μαρκαριάν
Τον Ρανιέρι διαδέχθηκε ο Σέρχιο Μαρκαριάν, ο οποίος επιλέχθηκε γιατί γνώριζε την ελληνική πραγματικότητα όπως ο Σάντος. Μόνο που ο καλός Σέρχιο δεν γνώριζε την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, διότι από την Ευρώπη απουσίαζε χρόνια. Οταν η Εθνική μας δεν κατάφερε να κερδίσει την Ουγγαρία στη Βουδαπέστη, οι διεθνείς κατάλαβαν πως ούτε κι αυτός θα μείνει καιρό: είχαν άλλωστε αντιληφθεί τις ατελείωτες συζητήσεις του και τις αξεπέραστες διαφωνίες του με τους έλληνες συνεργάτες του – ο θρύλος λέει ότι όταν κάθισε κάποτε να αναλύσει ένα ματς της Εθνικής, συζητούσε μαζί τους δυο ώρες για τα πρώτα δέκα λεπτά του αγώνα! Μόνο ο Γιώργος Καραγκούνης τον στήριξε: όλοι οι άλλοι νόμιζαν πως αν φύγει θα αναλάβουν τη δουλειά οι ίδιοι. Δεν έγινε έτσι: έφυγαν όλοι μαζί του και ήρθε ο Σκίμπε.
Σκίμπε
Με τον Σκίμπε συνέβη κάτι άλλο, που ήταν δύσκολο κανείς να προβλέψει: ο Γερμανός απέκτησε υπερβολικά καλές σχέσεις με τους παίκτες του! Ο τότε πρόεδρος της ΕΠΟ Γιώργος Γκιρτζίκης του έδωσε τα κλειδιά ζητώντας του να επιβάλει αυστηρή πειθαρχία. Στην Εθνική δεν υπήρχαν κρούσματα απειθαρχίας, αλλά αυτό συνέβη γιατί έγιναν όλοι ξαφνικά μια μεγάλη παρέα. Το παρεΐστικο κλίμα ήταν ένα από τα μυστικά της επιτυχίας τον καιρό του Ρεχάγκελ – μόνο που τότε ο κόουτς στην παρέα των παικτών δεν είχε θέση: οι ρόλοι ήταν απολύτως διακριτοί. Με τον Σκίμπε αντίθετα υπήρχε ηρεμία και χαρά στα αποδυτήρια – ο Γερμανός τους στήριζε όλους και οι παίκτες ζήτησαν την παραμονή του, μολονότι η ομάδα αποκλείστηκε από τους Κροάτες στα προκριματικά του Μουντιάλ. Η απαίτηση έγινε δεκτή, αλλά όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις η συνέχεια υπήρξε χειρότερη: οι ποδοσφαιριστές που κράτησαν στην ομάδα τον φίλο τους, τον χρεώθηκαν κιόλας και έπαιζαν για να τον στηρίξουν, ενώ, όπως αποκάλυψε μια ανάρτηση του αντιπροέδρου της ΕΠΟ Νίκου Βακάλη που έκανε λόγο για μια «ομάδα – τσίρκο», οι παράγοντες της ομοσπονδίας είχαν για αυτόν άλλη άποψη. Το άγχος των παικτών να δείξουν ότι η παραμονή του Σκίμπε, δηλαδή η δική τους απόφαση, ήταν κάτι σωστό, είχε ως αποτέλεσμα τις εμφανίσεις στο UEFA Nations League: οι στρεσαρισμένοι παίκτες της Εθνική μας προσπαθώντας να κρατήσουν έναν προπονητή που δεν άρεσε στους παράγοντες, δεν μπόρεσαν από τον Σεπτέμβριο και μετά να κάνουν ένα ματς της προκοπής.
Ο Αναστασιάδης προέκυψε ως απάντηση των παραγόντων στους ποδοσφαιριστές: όποιοι τον διάλεξαν το έκαναν για να δείξουν στους παίκτες ότι καταλαβαίνουν τις ανάγκες της Εθνικής καλύτερα από τους ίδιους – μακάρι να βγω ψεύτης, αλλά ούτε κι αυτό είναι σοβαρό κριτήριο επιλογής. Η Εθνική δεν μπορεί να είναι πεδίο τέτοιου είδους ανταγωνισμών και φυσικά ο ίδιος ο Αναστασιάδης θα ‘ναι δύσκολο να κάνει τη δουλειά του υπό τις παρούσες συνθήκες.
Δύσκολο
Περιμένοντας την κλήρωση όλοι ψάχνουν να βρουν πώς θα μπορούσε να προκύψει ένας εύκολος όμιλος, ώστε να υπάρχουν ελπίδες πρόκρισης στα τελικά του Euro του 2020. Εγώ προσδοκώ έναν δύσκολο. Μπας και όλοι κάπως σοβαρευτούν υπό τον φόβο διασυρμών και συντριβών…