Ηταν αναμφίβολα «η δολοφονία του αιώνα», παρά το γεγονός ότι δεν πυροδότησε καταλυτικά γεγονότα, σε αντίθεση με άλλα πολιτικά εγκλήματα όπως ο φόνος του αρχιδούκα διαδόχου της Αυστροουγγαρίας Φερδινάνδου στο Σεράγεβο το 1914 που υπήρξε η θρυαλλίδα του Πρώτου Παγκοσμίου Πόλεμου. Ομως, ο Κέντεντι έπεσε νεκρός στην εποχή που μόλις ξεκινούσε η παγκοσμιοποίηση της είδησης και της εικόνας, με τον ίδιο να έχει καταστεί, λίγο καιρό πριν, ο πρώτος ηγέτης στον κόσμο στην εκλογή του οποίου η τηλεόραση είχε καθοριστικό ρόλο. Ο Κένεντι υπήρξε κάτι περισσότερο από πρόεδρος των ΗΠΑ: ήταν ο πρώτος ηγέτης mega star, που οι πολίτες τον λάτρεψαν τόσο στην ίδια του τη χώρα, όσο και πολύ πέρα από αυτήν: ακόμα και στην ΕΣΣΔ, κηρύχθηκε επίσημο πένθος για τον θάνατό του.

Ολα όσα αντιπροσώπευε ο Κένεντι συγκινούσαν μαζικά και, μάλιστα, αγγίζοντας και πολύ διαφορετικές ομάδες της κοινής γνώμης: τον λάτρεψαν οι προοδευτικοί πολίτες παγκοσμίως για τις τομές που έφερνε στη βαθιά συντηρητική αμερικανική κοινωνία της εποχής του, τον λάτρεψαν όμως και οι συντηρητικές πατριωτικές δυνάμεις της χώρας του για τον χειρισμό του στην Κρίση της Κούβας και για τη σκληρή στάση του έναντι της ΕΣΣΔ στο αποκορύφωμα του Ψυχρού Πολέμου. Τον λάτρεψαν οι νέοι, καθώς έφερε για πρώτη φορά έναν αέρα κατανόησης των αναγκών και των προβλημάτων τους στην Ουάσιγκτον, όπως τον λάτρεψε, για τη γοητεία του, ο παγκόσμιος γυναικείος πληθυσμός. Ηταν ο πρόεδρος που αγάπησαν οι φτωχοί, για τον κοινωνικό του λόγο, αλλά και εκείνος που εξέφρασε περισσότερο από κάθε άλλον την ελίτ των ΗΠΑ, της οποίας υπήρξε επίλεκτο στέλεχος και γόνος μεγάλης της οικογένειας. Ταυτόχρονα, η εικόνα της οικογένειας που ο ίδιος δημιούργησε ήταν κάτι σαν παραμύθι βγαλμένο από τις ιστορίες με πρίγκιπες και βασιλιάδες, ενώ, την ίδια ώρα, ήταν ήδη γνωστό ότι η πραγματική προσωπική του ζωή είχε πολύ μεγαλύτερο βάθος από αυτό που σε πρώτη ματιά φαινόταν. Ταυτόχρονα, με έναν περίπου «μαγικό» τρόπο, η παγκόσμια συνείδηση δεν του χρέωσε και ιστορικά γεγονότα τα οποία, παρ’ όλα αυτά, με οξύτητα η ίδια καταδίκασε, όπως τον Πόλεμο του Βιετνάμ: ο Κένεντι όχι μόνον δεν απαγκίστρωσε τις λιγοστές αμερικανικές δυνάμεις, κάτω από 2.500 άνδρες, που είχε στείλει ο προκάτοχός του Αϊζενχάουερ, αλλά, αντιθέτως, τις πολλαπλασίασε. Παρ’ όλα αυτά, το όνομά του υπήρξε και παραμένει περίπου συνώνυμο της διεθνούς ειρήνης, ενώ ο τραγικός και αναπάντεχος ξαφνικός θάνατός του ταυτίστηκε με την ανησυχία για την επιβίωση της ίδιας της δημοκρατίας διεθνώς.

Ουδέποτε άλλοτε πολιτικός ηγέτης πριν από εκείνον, ενδεχομένως δε και μετά, κατάφερε τέτοια εκρηκτικής ισχύος σύζευξη εικόνας και ουσίας. Οχι μόνο στη ζωή, αλλά, από τραγική ειρωνεία, και στον θάνατό του, καθώς επίσης και πολύ μετά από αυτόν: σήμερα, αν και έχει ήδη παρέλθει πάνω από μισός αιώνας από εκείνη την ημέρα που πάγωσε ο κόσμος όταν ο Κένεντι έπεφτε νεκρός στο Ντάλας, παραμένει ο πιο γνωστός πρόεδρος των ΗΠΑ παγκοσμίως, ενώ η δολοφονία του εξακολουθεί και αντιμετωπίζεται από την αμερικανική και τη διεθνή κοινή γνώμη ουσιαστικά ως ένα άλυτο πολιτικό μυστήριο επί του οποίου έχουν γραφτεί αμέτρητα έργα και έχουν κατασκευαστεί πλήθος σενάρια πολιτικής συνωμοσίας, με το ερώτημα του τι πραγματικά έγινε εκείνη την ημέρα να εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την εικόνα αρχαίας ελληνικής τραγωδίας της οικογένειάς του, συμπλήρωναν και συντηρούσαν κατά καιρούς σε όλο αυτό το διάστημα και άλλα μοιραία γεγονότα που ανατροφοδοτούσαν τον μύθο ενός ηγέτη που ξεπέρασε, περισσότερο από κάθε άλλον, την εποχή του και, εν τέλει, τον χρόνο.