Επανειλημμένα έχει τονιστεί η ιδιαιτερότητα της χώρας στο ότι για οικονομικά εγκλήματα, εις βάρος οποιασδήποτε περιουσίας που θεωρείται δημόσια, προβλέπεται ισόβια κάθειρξη, σύμφωνα με τον ν. 1608/1950 «περί καταχραστών Δημοσίου». Και προσοχή, ως δημόσια περιουσία χαρακτηρίζεται όχι μόνο αυτή του ελληνικού κράτους, αλλά και η περιουσία όλων των, ιδιωτικών πλέον, τραπεζών, αλλά και μιας επιχορηγούμενης πολιτιστικής συλλογικότητας μιας γειτονιάς. Και αυτό όταν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι προβλεπόμενες ποινές δεν υπερβαίνουν τα δέκα έτη, σε πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις. Υπήρξαν προσπάθειες και μεγάλος επιστημονικός διάλογος ώστε η νομοθεσία να προσαρμοστεί στα όρια της ποινικής και της κοινής λογικής. Γιατί δεν είναι δυνατόν ο κατά συρροή βιαστής ανηλίκων να έχει προβλεπόμενη ποινή μικρότερη από τον υπεξαιρέτη ενός γεωργικού συνεταιρισμού. Πάντοτε όμως οι αντιδράσεις συνίσταντο σε κραυγές, παράγουσες όμως κοινωνική και πολιτική επιρροή, ότι οι υποστηρικτές της προσγείωσης στη λογική είναι προσπάθειες των υποστηρικτών της «διαπλοκής και της διαφθοράς» να οδηγήσουν στο ακαταδίωκτο τις πηγές της «εξαθλίωσης του ελληνικού λαού» και επιδιώξεις ατιμωρησίας. Και ο φόβος του πολιτικού κόστους ακύρωνε οποιαδήποτε προσπάθεια προσγείωσης στη λογική.
Το ίδιο πρόβλημα του «ποινικού λαϊκισμού» παρατηρείται και σε πολύ ελαφρότερες περιπτώσεις, όπως οι παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας ή των υγειονομικών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη λειτουργία των ψυχαγωγικών καταστημάτων, οι οποίες από εγκλήματα έχουν μετατραπεί σε διοικητικές παραβάσεις, και έπειτα από λίγες εβδομάδες επανήλθαν ως ποινικές παραβάσεις, επειδή ο κοινός νομοθέτης, η Βουλή δηλαδή, καταγγέλθηκε ως «προστάτης του εγκλήματος» με την αποποινικοποίηση.
Βέβαια δεν χρειάζονται στατιστικές για να καταλάβουμε ότι η διατήρηση των πολύ αυστηρότερων από τις ευρωπαϊκές, ποινικών προβλέψεων, δεν έχει συντελέσει καθόλου στη μείωση των εγκληματικών συμπεριφορών, αν και αυτή είναι η προληπτική λειτουργία των ποινικών διατάξεων, ενώ η ατιμωρησία που καταγγέλλεται, αυξάνεται.
Ενα άλλο «μυστικό» είναι ότι η βαρύτερη παραβίαση του ν. 1608/1950, τιμωρούμενη με ισόβια κάθειρξη, έχει κατ’ εξαίρεση μακρότερο χρόνο παραγραφής, τα είκοσι έτη, όπως δηλαδή και η ανθρωποκτονία με πρόθεση, η εκ προμελέτης. Και όχι τα δεκαπέντε χρόνια, όπως είναι ο κανόνας στα κακουργήματα. Η χρονική επέκταση αυτή της παραγραφής σε συνδυασμό με την απειλή πειθαρχικού ελέγχου σε δικαστές που με απόφασή τους διαπιστώνουν την παραγραφή, ή σε εισαγγελείς που με την αρχειοθέτηση του ποινικού φακέλου, λόγω παραγραφής, οδηγούν τους επαγγελματίες της δικαιοδοτικής λειτουργίας σε ερμηνείες, σύμφωνες πάντα με το γράμμα του νόμου, που αποτρέπουν το αποτέλεσμα της παραγραφής.
Η ποινική καταστολή, δηλαδή η τιμώρηση των ποινικών παραβάσεων, σύμφωνα με τους δημοκρατικούς κανόνες, σημαίνει αναλογικότητα της πράξης και της ποινής, δηλαδή να μην μπορεί μια συμπεριφορά να τιμωρείται με ποινή προφανώς πολύ μεγαλύτερη από την απαξία της, και μέσα σε ένα λογικό χρόνο από την προσβολή της έννομης τάξης. Οι περιορισμοί αυτοί όμως καταπολεμούνται από όσους επενδύουν στον ανέξοδο «πόλεμο κατά της διαφθοράς», στοχεύοντας μόνο στη δική τους κοινωνική αποδοχή και επικράτηση.
Γιατί έρχεται η ώρα που η άρνηση της ορθολογικής συζήτησης, γεννάει τα τέρατα και οδηγεί στη φυλακή ανθρώπους υπερβολικά πολύ καιρό μετά την πράξη τους, εξομοιώνοντάς τους με αυτούς που έχουν πλήξει το προστατευόμενο αγαθό της δημόσιας περιουσίας, σε βαθμό τόσο μεγάλο, όπως επεδίωκε και ο αρχικός νομοθέτης.
Ο Στάθης Βεργώνης είναι αντιπρόεδρος της Ενωσης Δικαστών

και Εισαγγελέων