Η μνήμη είναι μια επιλογή στους «Παλιούς καιρούς» του Πίντερ. Κάποιος επιλέγει να ξεχάσει, κάποιος να θυμηθεί και να θυμίσει. Δύο άνθρωποι ζουν σε μια απομονωμένη αγροικία και ένας τρίτος – η φίλη από τη Σικελία – έρχεται «απ’ τα παλιά». Αλλά και πάλι, οι ευδιάκριτοι και στεγανοποιημένοι χαρακτήρες είναι μια ψευδαίσθηση στο σύμπαν του άγγλου δραματουργού. Και αν η συνείδηση είναι μία, «χωρισμένη» στα τρία; Ο Γιάννης Χουβαρδάς επέλεξε ένα από τα πλέον αινιγματικά έργα του Πίντερ σε μια σημαδιακή συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης: το Υπόγειο, απ’ το οποίο ξεκίνησε ως ηθοποιός το 1975, ήταν και το θέατρο όπου πρωτοπαίχτηκαν οι «Παλιοί καιροί» το 1972-73, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, με τους Μίμη Κουγιουμτζή, Ρένη Πιττακή, Εφη Ροδίτη. «Είναι ένας χώρος μνήμης, επειδή εδώ έχω κάνει τα πρώτα μου βήματα ως ηθοποιός – στον Χορό των “Ορνίθων” το 1975 και ως Αγγελιοφόρος στους “Επτάς επί Θήβας” που σκηνοθέτησε ο Κουν. Μια πολύ δυνατή εμπειρία, που μάλλον δεν με άντεξε».
Την προηγούμενη φορά, με αφορμή τον «Γλάρο», λέγατε ότι στον Τσέχοφ σημασία έχουν όσα δεν λέγονται επί σκηνής. Για τον Πίντερ τι πρέπει να πούμε;
Με έναν παράξενο τρόπο, έχουν κάτι κοινό οι δύο συγγραφείς. Και δεν νομίζω ότι το έχει επιδιώξει ο Πίντερ. Αλλά έχει προφανώς διδαχθεί από τον Τσέχοφ την τέχνη να υπονοούνται λιγότερα με τα λόγια και περισσότερα με τις σιωπές. Πιστεύω ότι πάει κι ένα βήμα παραπέρα: τις κωδικοποιεί. Στον Πίντερ νιώθεις τα στρώματα της επεξεργασίας στο κείμενο, το οποίο φτάνει σ’ εμάς «αποσταγμένο», χωρίς τίποτε περιττό. Πρόκειται για μια παρτιτούρα – ειδικά τα πιο προχωρημένα του έργα, όπως οι «Παλιοί καιροί». Μια παρτιτούρα απ’ την οποία είναι δύσκολο να αποκλίνεις από πλευράς λόγου. Από εκεί και πέρα εναπόκειται στο αισθητήριο και την αισθητική του σκηνοθέτη να αντιμετωπίσει τη σύνθεση. Γι’ αυτό θέλω να πω ότι νιώθω τυχερός που συνεργάζομαι με τους εξαιρετικούς Χρήστο Λούλη, Μαρία Κεχαγιόγλου και Μαρία Σκουλά. Χωρίς κατάλληλα όργανα αυτή η μουσική δεν παίζεται.
Και σ’ αυτό το έργο όσο πιο πολύ μιλούν οι ήρωες τόσο πιο έντονα φαίνεται η ανασφάλειά τους;
Και όχι μόνο. Οσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος αυτών που λέγονται και όσο φτάνεις σε έναν πληθωρισμό λέξεων, νιώθεις ότι ο ρυθμός επιταχύνεται, η ανάσα αγκομαχάει και ο ρόλος «ζορίζεται», ώστε στο τέλος προκύπτει η ρωγμή. Υπάρχει ένα καμουφλάζ που κρύβει τη σιωπή.
Απωθημένο ή όψιμη ανακάλυψη ο Πίντερ;
Τον έβλεπα πάντοτε σαν μακρινό συγγενή. Και τώρα φτάσαμε σε μια πιο στενή σχέση. Αλλά, ναι, είναι μια όψιμη ανακάλυψη. Ενδεχομένως να έπρεπε να γίνει έτσι, λόγω χρονικής συγκυρίας. Ισως νωρίτερα να έκανα περισσότερες «στραβοτιμονιές» απ’ ό,τι τώρα. Δεν εννοώ ότι ήμουν δειλός ή προσεκτικός στον τρόπο που τον αντιμετώπιζα. Εννοώ ότι τώρα μαζί με τους ηθοποιούς ήμουν πιο έτοιμος να τον αντιμετωπίσω χωρίς να πειραματιζόμαστε χωρίς λόγο και αιτία.
Πώς προέκυψε η επιλογή του συγκεκριμένου έργου;
Με ενδιαφέρουν περισσότερο τα έργα μνήμης και όσα αφορούν τη σχέση μας με το παρελθόν ή με έναν εαυτό μας που έρχεται από παλιά. Περισσότερο από το «Πάρτι γενεθλίων» ή τον «Επιστάτη», για παράδειγμα.
Το παρελθόν είναι το πεδίο μάχης των ηρώων στους «Παλιούς καιρούς»;
Το πεδίο μάχης στην πραγματικότητα είναι το παρόν και η ύπαρξη. Το παρελθόν είναι ένα πεδίο, το οποίο φαινομενικά μόνο αγγίζουν οι ρόλοι. Αυτό που προσπαθούν να ανιχνεύσουν είναι αν υπάρχουν. Κάτι που συμβαίνει σε όλους μας. Οταν πηγαίνουμε 20 χρόνια πίσω – όπως στην περίπτωση του έργου – αδυνατώντας να θυμηθούμε ένα γεγονός, αμφισβητούμε πλέον την ύπαρξή μας. Είναι χαρακτηριστική μια ατάκα του Πίντερ που τον ρωτάνε «Τι συνέβη απ’ όλα στο έργο;». Αν ο Ντίλι, για παράδειγμα, συνάντησε στο παρελθόν τη δεύτερη γυναίκα του έργου. Και απαντάει ο συγγραφέας: «Ναι, συνέβη. Ολα συμβαίνουν». Σαν να λέει στον θεατή «μην ψάχνεις να βρεις δίκην αστυνομικού μυθιστορήματος ποιος το έκανε». Εγινε, ψάξ’ το από εκεί κι έπειτα.
Πού τοποθετείτε τους ήρωες σε σχέση με το πρωτότυπο;
Η πρώτη ερώτηση που έπρεπε να απαντήσω κι εγώ προσωπικά ήταν εάν αυτοί οι τρεις άνθρωποι ζουν στο τώρα και υπάρχουν. Δηλαδή ένας σύζυγος, σκηνοθέτης κινηματογράφου, μία σύζυγος και η φίλη από τη Σικελία, που βρίσκονται σε ένα απόμερο σπίτι στην εξοχή. Το ερώτημα ήταν αν έπρεπε να αποδεχθώ αυτή τη ρεαλιστική αφετηρία ή αν θα τη χρησιμοποιούσα σαν πρόσχημα για έναν μεταφορικό, ποιητικό κόσμο. Ο Πίντερ, για παράδειγμα, ζητάει το εσωτερικό μιας αγροικίας και στο δεύτερο μέρος μια κρεβατοκάμαρα. Φτιάχνεις ως σκηνοθέτης μια αγροικία ή προσπαθείς να βρεις έναν χώρο που σου ανοίγει έναν ποιητικό ορίζοντα, χωρίς να αποκλείει όσα «ακούς» στο κείμενο; Εγώ έκανα τη δεύτερη επιλογή. Μιλάμε πάντα για εσωτερικά τοπία. Η «ερημιά» είναι εσωτερική, το ίδιο και ο «ορίζοντας» ή η «θάλασσα». Οι άνθρωποι που βλέπουμε πάνω στη σκηνή θα μπορούσαν να είναι τρεις όψεις ενός ανθρώπου ή ένα ζευγάρι και η άλλη όψη της γυναίκας ή τρεις νεκρές υπάρξεις που ποιητική αδεία μας δείχνουν τον «θάνατο μέσα στη ζωή». Αυτό που με απασχόλησε έντονα είναι ότι ο Πίντερ στοχεύει σε μια συνείδηση έξω απ’ τον άνθρωπο. Σαν να υπάρχει ένα μάτι που παρακολουθεί τον ήρωα έξω απ’ αυτόν. Αυτοσυνείδηση; Αυτοπαρατήρηση; Ενας άλλος εαυτός; Πάντως κάτι φιλοσοφικό και βαθιά υπαρξιακό, σαν προέκταση της συνείδησης του κάθε χαρακτήρα που παρακολουθεί τον ίδιο και τους άλλους.
Γι’ αυτό και χρησιμοποιείτε βιντεοπροβολές κατά τη διάρκεια της παράστασης;
Ναι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχουν τρεις κάμερες που φιλμάρουν – αυτό έχει φορεθεί πολύ. Μοιάζουν με προέκταση του ίδιου του ηθοποιού που εμπλέκεται στην εξέλιξη της εσωτερικής δράσης των ηρώων. Είναι καθαρά ποιητικό θέατρο και όχι ψυχογραφία. Οσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσει ο θεατής τόσο το καλύτερο. Αλλιώς θα χαθεί μέσα στον λαβύρινθο τού ποιος είπε ή έκανε κάτι – όπως αναπόφευκτα θα γίνει στην αρχή της παράστασης.
INFO
«Παλιοί καιροί», Υπόγειο Θεάτρου Τέχνης, Πεσμαζόγλου 5, από 29/11 στις 21.15. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς. Παίζουν: Χρήστος Λούλης, Μαρία Κεχαγιόγλου, Μαρία Σκουλά. Εισιτήρια: 10 – 18 ευρώ. Τηλ. 210-3228.706